towing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
towing towings

towing (en)

  • η ρυμούλκηση, η πράξη του ρυμουλκώ
    The towing took two hours.
    Η ρυμούλκηση πήρε δυο ώρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tow

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

towing (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 775. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρυμούλκηση