vivace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vivace vivaces

Επίθετο

[επεξεργασία]

vivace (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μακρόβιος, πολυετής
  2. άσβεστος