wrażenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wrażenie | wrażenia |
γενική | wrażenia | wrażeń |
δοτική | wrażeniu | wrażeniom |
αιτιατική | wrażenie | wrażenia |
οργανική | wrażeniem | wrażeniami |
τοπική | wrażeniu | wrażeniach |
κλητική | wrażenie | wrażenia |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wrażenie (pl) ουδέτερο