πριονίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριονίδι | τα | πριονίδια |
γενική | του | πριονιδιού | των | πριονιδιών |
αιτιατική | το | πριονίδι | τα | πριονίδια |
κλητική | πριονίδι | πριονίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πριονίδι < πριόνι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριονίδι ουδέτερο
- πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
- (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια