Fara í innihald

πατρίδα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „πατρίδα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) πατρίδα πατρίδες
Eignarfall (γενική) πατρίδας πατρίδων
Þolfall (αιτιατική) πατρίδα πατρίδες
Ávarpsfall (κλητική) πατρίδα πατρίδες

Nafnorð

πατρίδα (kvenkyn)

[1] föðurland
Framburður
IPA: [paˈtɾiða]
Tilvísun

Πατρίδα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πατρίδα
Greek Corpus „πατρίδα