Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 93: Γραμμή 93:
{{S-reg|}}
{{S-reg|}}
{{S-bef | πριν=Κατάκτηση της Ηπείρου}}
{{S-bef | πριν=Κατάκτηση της Ηπείρου}}
{{S-ttl | τίτλος=[[Δεσποτάτο της Ηπείρου|Δεσπότης της Ηπείρου]]| έτη=[[1205]] - [[1215]]}}
{{S-ttl | τίτλος=[[Δεσπότης της Ηπείρου]]| έτη=[[1205]] - [[1215]]}}
{{S-aft | μετά=[[Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας]]}}
{{S-aft | μετά=[[Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας]]}}
{{S-end}}
{{S-end}}

Έκδοση από την 06:24, 24 Νοεμβρίου 2022

Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12ος αιώνας
Θάνατος1215
Μπεράτ
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΔεσπότης της Ηπείρου
Οικογένεια
ΤέκναΜιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας
Θεοδώρα Κομνηνή Δούκαινα
ΓονείςΙωάννης Δούκας και NN, concubine[1]
ΑδέλφιαΜανουήλ Κομνηνός Δούκας
Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας
ΟικογένειαΟίκος των Αγγέλων
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας (1170 - 1215) από τον Οίκο των Αγγέλων ήταν ο ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου και πρώτος Δεσπότης της Ηπείρου (1205 - 1215).

Βιογραφία

Ήταν νόθος γιος του Σεβαστοκράτορος Ιωάννη.[2] Οι παππούδες του ήταν ο Κωνσταντίνος Άγγελος και η Θεοδώρα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄ του πρώτου Ρωμαίου Αυτοκράτορα από την Δυναστεία των Κομνηνών. Οι Αυτοκράτορες Ισαάκιος Β΄ και Αλέξιος Γ΄ ήταν πρώτα του εξαδέλφια, γιοι του θείου του Ανδρόνικου Άγγελου.[3][4] Ο πατέρας του προερχόταν από την Δυναστεία των Αγγέλων, αλλά ο ίδιος προτίμησε το επώνυμο "Δούκας" της γιαγιάς του Δούκαινας.[5] Ξεκίνησε σαν όμηρος στην Γ΄ Σταυροφορία και στα τέλη της δεκαετίας του 1190 διορίστηκε κυβερνήτης στο Θέμα Μυλάσσης και Μελανουδίου. Εξεγέρθηκε εναντίον του εξαδέλφου του Αλέξιου Γ΄· ηττήθηκε και δραπέτευσε στους Σελτζούκους.

Οι Φράγκοι που συμμετείχαν στην Δ΄ Σταυροφορία, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και ίδρυσαν τη Λατινική Αυτοκρατορία (1204)· ο ίδιος υπηρέτησε τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Ο Μιχαήλ Α΄ εγκατέλειψε σύντομα τον Βονιφάτιο και κατέφυγε στην Ήπειρο, όπου εκεί ανακηρύχτηκε κυβερνήτης της περιοχής, αφού παντρεύτηκε την κόρη ενός τοπικού μεγιστάνα. Η Ήπειρος έγινε σύντομα τον καταφύγιο όλων των Ελλήνων, που αντιστάθηκαν στους Λατίνους κατακτητές. Την ίδια περίοδο προσπάθησε να αντισταθεί στους Σταυροφόρους, που επιτέθηκαν στην Πελοπόννησο, αλλά σε εκστρατεία τη διετία (1207 - 1209) ηττήθηκε στην Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα. Ο Μιχαήλ Α΄ ήθελε να εξασφαλίσει τις κατακτήσεις του στην Ήπειρο, γι' αυτό ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και έκλεισε συνθήκες με τη Λατινική Αυτοκρατορία και τη Δημοκρατία της Βενετίας. Την ίδια περίοδο πλήρωσε τα λύτρα για την απελευθέρωση του εξαδέλφου του Αλέξιου Γ΄ και -σύμφωνα με μετέπειτα ιστορικούς- ο Αλέξιος νομιμοποίησε τον ίδιο και τους απογόνους του ως κυβερνήτες της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Α΄ συμμάχησε με τους Βουλγάρους και επιτέθηκε στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, αλλά σύντομα -με την επέμβαση του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου της Φλάνδρας- άλλαξε στάση και υπερασπίστηκε την Θεσσαλονίκη από τις Βουλγαρικές επιδρομές. Την ίδια εποχή τα στρατεύματά του κατέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα την Κομητεία των Σαλώνων· προσπάθησε να ανακτήσει το Δυρράχιο και την Κέρκυρα από την Βενετία, αλλά απέτυχε (1213 - 1214). Δολοφονήθηκε στον ύπνο του (1215) και τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος.

Πρώτα χρόνια

Υπηρεσίες στο Βυζάντιο

Μονόγραμμα του Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα στο Κάστρο του Βερατίου.

Ο Μιχαήλ Α΄ δεν χρησιμοποίησε ποτέ το πατρικό επώνυμο "Άγγελος" σύμφωνα με ιστορικούς από ντροπή επειδή οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη από τα πρώτα του ξαδέλφια. Τα χειρόγραφα της εποχής του τονίζουν ότι υπέγραφε σαν "Μιχαήλ Δούκας" ή "Μιχαήλ Κομνηνός Δούκας", οι μοναδικοί στο Βυζάντιο που του απέδωσαν το επώνυμο "Άγγελος" ήταν μετέπειτα εχθροί του από την Δυναστεία των Παλαιολόγων.[6][7] Δεν είναι γνωστή η ημερομηνία που γεννήθηκε ο Μιχαήλ Α΄, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι το 1201 ήταν "νεαρός άνδρας", ο Έλληνας σχολιαστής Κωνσταντίνος Βαρζός τοποθετεί την γέννηση του το 1170.[8][9] Ο Μιχαήλ Α΄ καταγράφεται για πρώτη φορά όταν βρισκόταν στην υπηρεσία του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσσα, περνούσε με τον στρατό του στην Γ΄ Σταυροφορία από Βυζαντινές περιοχές (14 Φεβρουαρίου 1190).[10][11] Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ισαάκιου Β΄ διορίστηκε κυβερνήτης στο Θέμα Μυλάσσης και Μελανουδίου.[12] Πολλοί ιστορικοί του αποδίδουν τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα αλλά ο Λουσιέν Στίρνον το αποκλείει επειδή δεν βρέθηκε κανένα έγγραφο του με τον τίτλο.[13] Το 1200 διορίστηκε στην ίδια θέση από τον Αλέξιο Γ΄.[14] Ο Δημήτριος Ι. Πολέμης στις μελέτες του για την Οικογένεια Δούκα αναφέρει ότι διορίστηκε ξανά από τον ανιψιό του Αλέξιο Δ΄ (1203 - 1204) αλλά ο Βαρζός τονίζει ότι πρόκειται για σφάλμα του Πολέμη.[15] Ο Μιχαήλ Α΄ επαναστάτησε για άγνωστους λόγους στις αρχές του 1201 εναντίον του αυτοκράτορα αλλά ο Αλέξιος Γ΄ τον νίκησε και ο Μιχαήλ δραπέτευσε στον Σελτζούκο Σουλτάνο του Ρουμ Σουλεϊμάν Β΄ Συμμετείχε κατόπιν στις επιδρομές των Σελτζούκων εναντίον των Βυζαντινών γύρω από τον ποταμό Μαίανδρο.[16][17]

Μετάβαση στην Ήπειρο

Σφραγίδα του Μιχαήλ με επιγρ.: ΑΡΧ ΜΧΛ / + CΦΡΑΓΙCΜΑ ΓΡΑΦΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΔΟΥΚΑ ΦΕΡΩ CΕΒΑCΤΟΚΡΑΤΟΡΟΥΝΤΟC ΕΥΘΑΛΟΥC ΚΛΑΔΟΥ ++

Ο Μιχαήλ Α΄ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή που αυτή έπεσε στους Σταυροφόρους (1204), όπως γράφει ο στρατηγός και ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος στο έργο του "Περί της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης" (1207). Ο Αλέξιος Γ΄ τον είχε εξορίσει για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά ο αδελφός του Ισαάκιος Β΄ και ο γιος εκείνου Αλέξιος Δ΄ του επέτρεψαν να επιστρέψει (1203 - 1204).[18] Ο Μιχαήλ μπήκε στις υπηρεσίες του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού, που έλαβε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ακολούθησε τον Βονιφάτιο στο νέο του βασίλειο τον Σεπτέμβριο του 1204. Ο Βιλλεαρδουίνος αναφέρει ότι ο Βονιφάτιος εμπιστευόταν τον Μιχαήλ, αλλά εκείνος σύντομα τον εγκατέλειψε και διέφυγε στην Ήπειρο· οι Έλληνες που ήθελαν να αντισταθούν στους Λατίνους, τον ανακήρυξαν ηγέτη τους.[19][20]

Η διαδικασία με την οποία ο Μιχαήλ έφτασε στην Ήπειρο,, είναι ασαφής. Η Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας που γράφτηκε στα τέλη του 13ου αιώνα, αναφέρει ότι ο Αλέξιος Γ΄ τον είχε διορίσει διοικητή στην Πελοπόννησο, ενώ διοικητή στο Θέμα Νικοπόλεως της Ηπείρου διόρισε κάποιον Σεναχειρίμ. Ο δύο άνδρες είχαν συγγένεια εξ αγχιστείας μεταξύ τους, αφού είχαν νυμφευτεί συζύγους και πρώτες εξαδέλφες από την Οικογένεια Μελισσηνών. Οι Ηπειρώτες εξεγέρθηκαν εναντίον του Σεναχειρίμ και αυτός κάλεσε τον Μιχαήλ για βοήθεια, αλλά όταν έφτασε ο Μιχαήλ στην Αρχαία Νικόπολη, ο Σεχαχειρίμ είχε θανατωθεί από τους επαναστάτες· τότε ο Μιχαήλ πήρε σύζυγο τη χήρα εκείνου και ανακηρύχθηκε νέος κυβερνήτης.[21][22] Η Αγιογραφία περιέχει πολλές ανακρίβειες, πιο αξιόπιστος θεωρείται πάντοτε ο Βιλλερδουίνος, που γράφει ότι όταν ο Μιχαήλ έφτασε στην Ήπειρο, νυμφεύτηκε την κόρη ενός τοπικού μεγιστάνα και ανακηρύχθηκε ηγεμόνας.[23][24] Η Αγιογραφία τονίζει στη συνέχεια ότι ο Μιχαήλ πήγε στην Πελοπόννησο και έγινε ηγέτης της αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στους Φράγκους, που τελικά ηττήθηκαν το καλοκαίρι του 1205 στην Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα. Ο ιστορικός Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ το αποκλείει, θεωρώντας αδύνατο να εγκατέλειψε τότε την Ήπειρο, επειδή θα έμενε εκτεθειμένη σε ενδεχόμενη επίθεση του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού· δεν αποκλείει όμως να συμμετείχε σε μικρότερη εκστρατεία αργότερα (1207 - 1209).[25][26]

Κατάκτηση της Ηπείρου

Χειρόγραφο που παρουσιάζει την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους - αρχές 14ου αιώνα.

Με έδρα την Άρτα ο Μιχαήλ Α΄ προχώρησε στην κατάκτηση ολόκληρης της Ηπείρου μαζί και την σημερινή Αλβανία, δημιουργώντας μία τεράστια επικράτεια. Τα σύνορά του έφταναν από το Δυρράχιο στα βόρεια μέχρι την Ναύπακτο στα νότια, στα ανατολικά βρισκόταν το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης του Βονιφάτιου, στα βορειοδυτικά οι Βενετικές κτήσεις, στα Βαλκάνια στα βορειοανατολικά οι Βούλγαροι και πιο βόρεια οι Σέρβοι.[27] Το αχανές κράτος του Μιχαήλ Α΄ έμεινε γνωστό στους ιστορικούς σαν Δεσποτάτο της Ηπείρου· ήταν ο πρώτος Ηπειρώτης κυβερνήτης, που πήρε τον τίτλο του Δεσπότη και του τον παραχώρησε ο εξάδελφός του Αλέξιος Γ΄, επειδή πλήρωσε τα λύτρα για την απελευθέρωσηή του.[28][29] Οι σύγχρονοι ιστορικοί ωστόσο το αποκλείουν, τονίζουν ότι ούτε ο ίδιος, ούτε αργότερα ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας πήραν τον τίτλο του Δεσπότη. Ο Μιχαήλ Α΄ ήταν νόθος και ο τίτλος του Δεσπότη δεν δινόταν ποτέ σε νόθους γιους, οι ορολογίες "Δεσπότης" και "Δεσποτάτο" για την Ήπειρο εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε Δυτικές πηγές τον 14ο αιώνα.[30][31] Ο πρώτος κυβερνήτης της Ηπείρου που πήρε τον τίτλο του Δεσπότη,, φαίνεται ότι ήταν ο γιος του Μιχαήλ Β΄ την δεκαετία του 1230.

Κυβερνήτης της Ηπείρου

Διατήρηση του Ελληνισμού

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας στα ανατολικά έγιναν οι κύριες εστίες αντίστασης των Ελλήνων στους Λατίνους.[32] Η μεγαλύτερη απειλή για τον Μιχαήλ Α΄ ήταν η Δημοκρατία της Βενετίας, στην οποία οι Σταυροφόροι όταν έκαναν την διανομή, παραχώρησαν την Ήπειρο. Οι Βενετοί είχαν στην κατοχή τους την γειτονική πόλη του Δυρραχίου και το γειτονικό νησί της Κέρκυρας και είχαν στόχο να καταλάβουν και την ενδοχώρα.[33][34] Ο Μιχαήλ Α΄, από φόβο να αντιμετωπίσει τους Βενετούς, έκανε έκκληση για βοήθεια στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και δήλωσε την υποταγή του στην Καθολική Εκκλησία. Ο πάπας έγραψε γράμμα στον Μιχαήλ Α΄ με τον τίτλο "Μιχαήλ Κομνηνός της Ρωμανίας" και του τόνισε, ότι αν ήθελε να μπει πραγματικά στην υπηρεσία του πάπα, θα έπρεπε να δώσει στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του Δυρραχίου πρόσβαση στα εκκλησιαστικά κτήματα· ο Μιχαήλ Α΄ το δέχτηκε.[35][36] Ο Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ σημειώνει επίσης, ότι ο Μιχαήλ έδωσε κάποια στιγμή όρκο υποτέλειας στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης.[37]

Οι διπλωματικοί του χειρισμοί δεν τον εμπόδισαν να προχωρήσει σε συμμαχία με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, δηλ. τον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο και τους βαρόνους του, αλλά τα γράμματα δεν δίνουν περισσότερες λεπτομέρειες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν συνδέσει τα γεγονότα με τη συμμετοχή του Μιχαήλ στην Μάχη του Ελαιώνα του Κουντουρά και μία εκστρατεία στην Πελοπόννησο (1207 - 1208), για να βοηθήσει τον άρχοντα Λέοντα Σγουρό, που τον πολιορκούσαν οι Φράγκοι στην Ακρόπολη της Ακροκορίνθου.[38][39] Μεγάλοι ιστορικοί -όπως ο Καρλ Χοπφ και ο Άντονι Μπον- ταυτίζουν κάποιον Θεόδωρο, που εμφανίζεται σαν "Άρχοντας του Άργους και του Ναυπλίου", διάδοχος του Σγουρού με τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα. Ο Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ το αποκλείει, επειδή την ίδια εποχή ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας βρισκόταν στις υπηρεσίες του Αυτοκράτορα στη Νίκαια Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη.[40][41]

Συμμαχία με τους Βενετούς

Η Λατινική Αυτοκρατορία και τα Ελληνικά κράτη.

Το καλοκαίρι του 1209 ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας αντιμετώπισε εξέγερση των Λομβαρδών βαρόνων της Θεσσαλονίκης και πήρε το βασίλειο υπό τον έλεγχο του· ο Μιχαήλ Α΄ του έστειλε απεσταλμένους και πρότεινε συμμαχία. Ο Ερρίκος το αρνήθηκε, αλλά έστειλε απεσταλμένους στην Ήπειρο και ζήτησε από τον Μιχαήλ να γίνει υποτελής της Λατινικής Αυτοκρατορίας· ο Μιχαήλ Α΄ το δέχτηκε: έδωσε την μεγαλύτερη κόρη του ως σύζυγο στον αδελφό τού αυτοκράτορα Ευστάθιο της Φλάνδρας και το ένα τρίτο των εδαφών του σαν προίκα.[42][43] Στις αρχές του 1210 ο Μιχαήλ Α΄ έστειλε απεσταλμένους στον επίσκοπο του Τσερμενίκε Θεόδωρο και τον Συμεών Κουνάλη· συναντήθηκε με τον Βενετό δούκα του Δυρραχίου και έκλεισε μαζί του συνθήκη, που επιβεβαιώθηκε με όρκο (20 Ιουνίου 1210). Ο Μιχαήλ Α΄ δέχτηκε να γίνει υποτελής της Δημοκρατίας και κράτησε τα εδάφη του σαν δώρο από την Βενετία, πράγμα που επιβεβαιώθηκε με διάταγμα του Δόγη Πιέτρο Τζιάνι. Ο Μιχαήλ Α΄ έδωσε τεράστια εμπορικά προνόμια σε Βενετούς, παρόμοια με αυτά που τους είχε παραχωρήσει ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός με Χρυσόβουλο· έδωσε απεριόριστα προνόμια στο εμπόριο σιτηρών και υποσχέθηκε βοήθεια σε όλα τα ναυάγια της Βενετίας στις ακτές της Ηπείρου. Θα πλήρωνε στον Βενετό δούκα του Δυρραχίου 42 λίτρα από χρυσά υπέρπυρα σε δύο δόσεις και θα έστελνε δυο ετήσια αφιερώματα στην Βενετία, ένα για την Βασιλική του Αγίου Μάρκου και ένα για τον δόγη.[44][45]

Απελευθέρωση του Αλεξίου Γ΄

Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, μετά την εκθρόνισή του από τους Σταυροφόρος τον Ιούλιο του 1203, διεφυγε με τη σύζυγό του Ευφροσύνη Καματηρά στην ηπειρωτική Ελλάδα αναζητώντας προστασία. Μία προσπάθειά του για να συνάψει γαμήλια συμμαχία με τον Λέοντα Σγουρό απέτυχε, καθώς ο τελευταίος οπισθοχώρησε με την προέλαση του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού. Ο Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στη Θεσσαλία, όπου και συνελήφθη από τις δυνάμεις του Βονιφάτιου· οι πηγές διαφέρουν: άλλοι γράφουν ότι συνελήφθη από τους ιππότες του Βονιφάτιου, ενώ πήγαινε στο βασίλειο του Μιχαήλ, ενώ άλλοι γράφουν ότι ηττήθηκε σε μάχη.[46][47] Ο Μιχαήλ Α΄, όταν έμαθε την σύλληψη του εξαδέλφου του Αλεξίου Γ΄, πλήρωσε ο ίδιος τα λύτρα για την απελευθέρωση εκείνου και τον υποδέχτηκε στο λιμάνι της Άρτας, όταν εκείνος έφτασε με πλοίο.[48]

Ο Μιχαήλ Α΄ αντιμετώπισε το πρώην Αυτοκρατορικό ζεύγος με μεγάλη ευγένεια, αλλά ο Αλέξιος Γ΄ δεν έμεινε πολύ στην Άρτα, έφυγε προκειμένου να κερδίσει την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με την βοήθεια του Σελτζούκου Σουλτάνου Χοσρόη Α΄. Ο ετεροθαλής αδελφός τού Μιχαήλ Α΄, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την προστασία της συζύγου του Αλεξίου Γ΄ και ο ίδιος ο Αλέξιος Γ΄ αναχώρησε για την Μικρά Ασία. Οι προσπάθειες του κατέληξαν σε αποτυχία: ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης τους συνέτριψε στην Μάχη της Αντιόχειας (1211) στον ποταμό Μαίανδρο· ο Σελτζούκος σουλτάνος θανατώθηκε και ο ίδιος ο Αλέξιος Γ΄ αιχμαλωτίστηκε.[49] Η Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας και το Χρονικόν του Μορέως στην Αραγωνική έκδοσή του καταγράφουν, ότι λίγο πριν την αναχώρησή του είχε ορίσει τον Μιχαήλ Α΄ και τους απογόνους του στρατηγούς (δούκες) στην Ήπειρο. Μερικοί ιστορικοί -διαστρεβλώνοντας τις αναφορές- αναφέρουν ότι ο Αλέξιος έδωσε στον Μιχαήλ Α΄ τον τίτλο του "Δεσπότη".[50][51] Ακολουθώντας τις αναφορές του Βάρζου, ο Λουσιέν Στιρνόν τοποθετεί την απελευθέρωση του Αλέξιου Γ΄ την διετία 1206 - 1207.[52][53] Ο Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ από την άλλη, θεωρεί ότι από το 1210 ο Μιχαήλ Α΄ έκανε έντονες προσπάθειες να προσεγγίσει τη Λατινική Αυτοκρατορία και να συγκρουστεί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, που πήγαινε αντίθετα στα συμφέροντά του, γι' αυτό πλήρωσε την απελευθέρωση του Αλέξιου Γ΄.[54]

Συγκρούσεις με την Λατινική Αυτοκρατορία

Ο Μιχαήλ Α΄ εκμεταλλεύτηκε τα σχέδια του Ερρίκου για εκστρατεία στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και επιτέθηκε στην Θεσσαλονίκη, κατέλαβε με μισθοφόρους την Κοντοσταυλία της Θεσσαλονίκης και τον Δομοκό. Κατηγορήθηκε ότι ήταν πολύ σκληρός στους αιχμαλώτους του: πολλοί από αυτούς θανατώθηκαν, μαστιγώθηκαν, ενώ ο εξομολογητής του Μπούφα σταυρώθηκε με άλλους τρεις ευγενείς· στη συνέχεια ο στρατός του κατέλαβε πολλά φρούρια,, θανατώνοντας τις Λατινικές φρουρές και τους ιερείς.[55] Οι Λατίνοι της Θεσσαλονίκης κάλεσαν τον Ερρίκο, που έφτασε σε δώδεκα ημέρες από την Κωνσταντινούπολη στην πόλη· ο Ερρίκος νίκησε τους Βούλγαρους, που είχαν συμμαχίσει με τον Μιχαήλ Α΄.[56] Ο Ερρίκος είχε την υποστήριξη των υποτελών του από την Αχαΐα· στην αλληλογραφία του με τον πάπα δικαιολόγησε την στάση του, λέγοντας ότι αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον του Μιχαήλ Α΄ για να αποφύγει εκστρατεία των Ηπειρωτών στην Πελοπόννησο.[57][58] Ο Ερρίκος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, επειδή την απειλούσε ο Βούλγαρος τσάρος Μπόριλ· άφησε στη Θεσσαλονίκη τον αδελφό του Ευστάθιο, που απέκρουσε άλλη μία επίθεση του Στρεζ, αδελφού του Μπόριλ.[59] Την εποχή των Βουλγαρικών επιθέσεων στην Θεσσαλονίκη, ο Μιχαήλ Α΄ λέγεται ότι άλλαξε στάση και αποκήρυξε την υποτέλειά του στους Λατίνους, που νίκησαν τους Βούλγαρους στην Πελαγονία.[60][61] Ο ιστορικός Φίλιπ βαν Τριχτ σημειώνει, ότι δεν υπάρχουν πηγές γι' αυτό και η υποτέλειά του στην Λατινική Αυτοκρατορία συνεχίστηκε τυπικά μέχρι τη χρονιά που ο διάδοχος τού Μιχαήλ Α΄, ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας αιχμαλώτισε τον διάδοχο του Ερρίκου της Φλάνδρας, τον Πέτρο Β΄ του Κουρτεναί κοντά στο Δυρράχιο (1217).[62]

Μεγάλες κατακτήσεις

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1205 - 1230).

Το Χρονικό του Γαλαξειδίου γράφει ότι την περίοδο 1210 - 1214 ο Μιχαήλ Α΄ συγκρούστηκε με τον Λατίνο Κόμη των Σαλώνων Θωμά Α΄ ντ΄ Οτρεμενκούρ. Ο Οτρεμενκούρ κυρίευσε μερικά νησιά στον Κορινθιακό κόλπο έξω από το Γαλαξίδι και οι κάτοικοι κάλεσαν σε βοήθεια τον Μιχαήλ Α΄· στη μάχη που ακολούθησε, ο Θωμάς Α΄ σκοτώθηκε και ο Μιχαήλ Α΄ κατέλαβε τα Σάλωνα. Η κυριαρχία του Δεσποτάτου της Ηπείρου στα Σάλωνα κράτησε λίγο, καθώς ο Θωμάς Β΄, γιος του Θωμά Α΄, ανακατέλαβε τα εδάφη τού πατέρα του.[63] Τα στρατεύματα της Ηπείρου επιτέθηκαν στην Θεσσαλία (1212), νίκησαν την αντίσταση των Λομβαρδών βαρόνων και κατέλαβαν την Λάρισα, διέλυσαν την Λατινική αρχιεπισκοπή και τοποθέτησαν Ορθόδοξο επίσκοπο. Οι Ηπειρώτες κατέκτησαν ολόκληρη την Θεσσαλία και έφτασαν μέχρι το Βελεστίνο και την Δημητριάδα στις ακτές του Παγασητικού κόλπου.[64][65] Ο Μιχαήλ Α΄, αφού κατέκτησε ολόκληρη τη Θεσσαλία, την έδωσε στον γαμπρό του Κωνσταντίνο Μαλιασηνό ως κληρονομικό δώρο.[66] Πολλές πηγές καταγράφουν, ότι στην συνέχεια ανακατέλαβε από τη Βενετία το Δυρράχιο (1213) και την Κέρκυρα (1214).[67] Δεν υπάρχουν όμως λεπτομέρειες γι' αυτά τα κατορθώματα τού Μιχαήλ και αγνοούνται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς.[68] Το Αγγελόκαστρο Κέρκυρας, σύμφωνα με μία τοπική παράδοση στο νησί, κτίστηκε από τον ίδιο τον Μιχαήλ Α΄ Άγγελο.[69] Ο Μιχαήλ Α΄ συνέχισε την προέλασή του στα βόρεια· κατέλαβε την Κρούγια και τερμάτισε τη βασιλεία του Άρβανου και του κυβερνήτη του Δημητρίου Προγόνη, αλλά οι Σέρβοι τον σταμάτησαν στην Λίμνη Σκόδρας.[70]

Δολοφονία

Οι επιτυχίες του Μιχαήλ Α΄ ήταν τεράστιες, αλλά δεν έζησε πολύ ακόμα: δολοφονήθηκε στον ύπνο του στη Βελεγκράντα σε ηλικία περίπου 45 ετών από έναν υπηρέτη με το όνομα Ρωμαίος. Ο ιστορικός Τζων Φιν αναφέρει ότι "είναι άγνωστος αυτός, που τον διέταξε και το κίνητρο για να προχωρήσει στην δολοφονία".[71][72] Ο μόνος γιος του που είχε επιζήσει, ήταν ο μετέπειτα Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας, που ήταν νόθος και δεν είχε κληρονομικά δικαιώματα· τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας. Ο Θεόδωρος βρισκόταν στην υπηρεσία της Νίκαιας· ο Μιχαήλ Α΄ γνώριζε ότι η θέση τού γιου του ήταν ανίσχυρη, επειδή ήταν νόθος και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη να τον αφήσει να επιστρέψει στην Ήπειρο. Η Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας αναφέρει, ότι όχι μόνο δεν εμπιστευόταν ο Μιχαήλ Α΄ τον νόθο γιο του, αλλά τον έστειλε εξορία με τη μητέρα του στην Πελοπόννησο.[73] Ο Θεόδωρος αποδείχτηκε στην αρχή πολύ ισχυρός ηγεμόνας· επεκτάθηκε τόσο πολύ, που κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη (1224) και στέφτηκε "αυτοκράτορας", αλλά η θριαμβευτική του πορεία έληξε άδοξα μετά την συντριβή του από τους Βούλγαρους στη Μάχη της Κλοκοτνίτσας (1230). Τότε ο νόθος Μιχαήλ Β΄ επέστρεψε στην Ήπειρο και ανέλαβε το Δεσποτάτο τού πατέρα του.[74]

Θρύλοι

Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας θεωρείται ο ιδρυτής τού κράτους της Ηπείρου και ο γενάρχης της δυναστείας των Κομνηνών-Δουκών, που κυβέρνησαν την Ήπειρο μέχρι το 1318· στην συνέχεια τους διαδέχθηκε η Ιταλική Οικογένεια Ορσίνι. Τα μέλη της οικογένειας κυβέρνησαν τη Θεσσαλία και διεκδίκησαν για μικρό χρονικό διάστημα την "αυτοκρατορία" της Θεσσαλονίκης, από το 1224 μέχρι την κατάληψή της από τη Νίκαια (1246).[75] Ο Μιχαήλ Α΄ ήταν αρκετά δημοφιλής και αγαπητός στους υπηκόους του όσο ζούσε· ο αρχιεπίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος τον κατονομάζει "σύγχρονο Νώε", που έσωσε τον Ελληνισμό από τον κατακλυσμό των Λατίνων.[76] Ο αρχιεπίσκοπος Ορχίδας Ιωάννης Χωματιανός που έζησε στην εποχή του, αναφέρει ότι όσοι διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, βρήκαν καταφύγιο στην Ήπειρο μαζί με την υψηλή αριστοκρατία της βασιλεύουσας.[77] Στην Ήπειρο κατέφυγαν και πολλοί Πελοποννήσιοι, που είχαν διαφύγει όταν κατέλαβαν την πατρίδα τους οι Λατίνοι.[78] Ο Απόκαυκος επιπλέον τον υμνεί, επειδή έκτισε ξανά και οχύρωσε την πόλη των Ιωαννίνων· ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έγινε από τότε πολιούχος της πόλης.[79][80]

Οικογένεια

Η ακριβής ταυτότητα της πρώτης συζύγου τού Μιχαήλ Α΄ είναι άγνωστη. Η Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Α΄ νυμφεύτηκε δύο φορές· το όνομα της πρώτης συζύγου του είναι άγνωστο, αλλά ανήκε στην Οικογένεια Μελισσηνών και απεβίωσε πρόωρα σε κάποια άγνωστη χρονική στιγμή. Η πρώτη εξαδέλφη τής πρώτης συζύγου παντρεύτηκε τον στρατηγό του Θέματος της Νικόπολης (Ηπείρου) Σεναχειρίμ και μετά το τέλος αυτού από εξέγερση των υπηκόων του, ο Μιχαήλ Α΄ νυμφεύτηκε τη χήρα εκείνου. Η Αγιογραφία σε πολλά πράγματα είναι αναξιόπιστη, αλλά η πληροφορία επιβεβαιώνεται από την αναφορά που δίνει ο ιστορικός Βιλλεαρδουίνος, ότι ο Μιχαήλ Α΄ νυμφεύτηκε την κόρη ενός τοπικού Ηπειρώτη μεγιστάνα.[81][82] Η Εκκλησία δεν αναγνώρισε τον δεύτερο γάμο του, επειδή η δεύτερη σύζυγος ήταν εξαδέλφη τής πρώτης. Ο Μιχαήλ Α΄ επικρίθηκε σκληρά από τους εχθρικούς ιστορικούς για τον δεύτερο αυτόν γάμο του, που κατηγόρησαν τον γιο του Μιχαήλ Β΄ σαν νόθο. Ο Μιχαήλ Α΄, πιεζόμενος από τις αρνητικές κριτικές, απέρριψε από τη διαδοχή τον γιο του αυτόν. Συνολικά απέκτησε πέντε παιδιά, τρία από την πρώτη του σύζυγο και δύο από την δεύτερη:[83]

  • ανώνυμη κόρη, παντρεύτηκε τον Ευστάθιο (1209), αδελφό του Ερρίκου της Φλάνδρας, Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης[84][85]
  • Θεοδώρα Κομνηνή Δούκαινα, αναφέρεται σύντομα από τον Δημήτριο Χωματιανό (1216)[86][87]
  • Κωνσταντίνος Κομνηνός Δούκας, παρουσιάζεται (1210) σε κάποιο Λατινικό κείμενο -που περιείχε μια συνθήκη με την Βενετία- σαν διάδοχος του πατέρα του, αλλά σπεβίωσε πρόωρα, πριν τον Μιχαήλ Α΄, χωρίς απογόνους.[88][89]

Από τον δεύτερο γάμο του με τη χήρα του Σεναχειρίμ:

  • Μαρία Κομνηνή Δούκαινα, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Μαλιασηνό.[90][91]
  • Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας, αναφέρεται από όλους σαν νόθος, επειδή αποκτήθηκε από τη δεύτερη σύζυγο τού πατέρα του, γι' αυτό αποκλείστηκε από την διαδοχή. Τελικά όχι μόνο θα κυβερνήσει, αλλά θα είναι και ο πρώτος που θα πάρει επίσημα τον τίτλο του Δεσπότη.[92][93]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  2. Polemis 1968, p. 91.
  3. Talbot 1991, p. 1362.
  4. Loenertz 1973, p. 362.
  5. Talbot 1991, p. 1362.
  6. Polemis 1968, p. 91 (notes 8, 9), 92.
  7. Nicol 2010, p. 3.
  8. Polemis 1968, p. 91.
  9. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 669.
  10. Loenertz 1973, p. 363.
  11. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 670.
  12. Polemis 1968, p. 92.
  13. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 670–671.
  14. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 671.
  15. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673 (note 20).
  16. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 671.
  17. Loenertz 1973, p. 364.
  18. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673–674.
  19. Loenertz 1973, p. 364.
  20. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673.
  21. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673–674.
  22. Loenertz 1973, pp. 365–366.
  23. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673–674.
  24. Loenertz 1973, p. 367.
  25. Loenertz 1973, pp. 377–381, 388–391.
  26. Fine 1994, pp. 66–67, 69–70.
  27. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 674, 679.
  28. Nicol 2010, p. 2.
  29. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 676.
  30. Stiernon 1959, pp. 122–126.
  31. Fine 1994, pp. 68–69.
  32. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 679.
  33. Nicol 2010, p. 3.
  34. Fine 1994, p. 67.
  35. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 680.
  36. Fine 1994, p. 67.
  37. Loenertz 1973, p. 375.
  38. Loenertz 1973, pp. 377–381, 388–391.
  39. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 679–680.
  40. Fine 1994, p. 67.
  41. Loenertz 1973, pp. 374, 390–391.
  42. Loenertz 1973, p. 375.
  43. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 681.
  44. Loenertz 1973, p. 375.
  45. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 681–682.
  46. Loenertz 1973, pp. 370–374.
  47. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 674–675.
  48. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 675.
  49. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 678–679.
  50. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 676.
  51. Loenertz 1973, p. 376.
  52. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 676.
  53. Stiernon 1959, p. 122.
  54. Loenertz 1973, pp. 374–376.
  55. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 682–683.
  56. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 683.
  57. Fine 1994, p. 67.
  58. Loenertz 1973, p. 392.
  59. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 683.
  60. Loenertz 1973, p. 392.
  61. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 683–684.
  62. Van Tricht 2011, pp. 242–244.
  63. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες 684.
  64. Fine 1994, p. 68.
  65. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 684.
  66. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 684–685.
  67. Fine 1994, p. 68.
  68. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 685–686.
  69. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 686.
  70. Fine 1994, p. 68.
  71. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 686.
  72. Fine 1994, pp. 68, 112.
  73. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 552, 553.
  74. Fine 1994, pp. 112–128.
  75. Talbot & Kazhdan 1991, pp. 716–717.
  76. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 688.
  77. Nicol 1976, p. 11.
  78. Nicol 1976, pp. 17–19.
  79. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 688.
  80. Nicol 1976, pp. 20–21.
  81. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 673–674, 689.
  82. Loenertz 1973, pp. 366–367.
  83. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 689.
  84. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 689.
  85. Polemis 1968, pp. 92–93 (note 10).
  86. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 689.
  87. Polemis 1968, pp. 92–93 (note 10).
  88. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 689.
  89. Polemis 1968, pp. 92–93 (note 10).
  90. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδεςː 689.
  91. Polemis 1968, pp. 92–93 (note 10).
  92. Βαρζός Κωνσταντίνος, Τόμος Β΄, Σελίδες ː 689.
  93. Polemis 1968, pp. 92, 93–94.

Πηγές

  • (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). B. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2019. 
  • Fine, John Van Antwerp (1994). The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor: University of Michigan Press.
  • Lappas, Nikolaos A. (2007). Πολιτική ιστορία του κράτους της Ηπείρου κατά τον 13ο αι [Political history of the State of Epirus during the 13th century] (PhD thesis) (in Greek). Thessaloniki: Aristotle University of Thessaloniki.
  • Loenertz, Raymond-Joseph (1973). "Aux origines du despotat d'Épire et de la principauté d'Achaïe" [On the origins of the Despotate of Epirus and the Principality of Achaea]. Byzantion (in French). 43: 360–394.
  • Nicol, Donald MacGillivray (1976). "Refugees, Mixed Population and Local Patriotism in Epiros and Western Macedonia after the Fourth Crusade". XVe Congrès international d'études byzantines (Athènes, 1976), Rapports et corapports I. Athens.
  • Nicol, Donald MacGillivray (2010). The Despotate of Epiros 1267–1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Polemis, Demetrios I. (1968). The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography. London: The Athlone Press.
  • Stiernon, Lucien (1959). "Les origines du despotat d'Épire. À propos d'un livre récent" [The origins of the Despotate of Epirus. On the occasion of a recent book]. Revue des études byzantines (in French). 17: 90–126.
  • Stiernon, Lucien (1963). "Ferjančić (Božidar), Despoti a Vižantiji i juznoslovenskim Zemljama". Revue des études byzantines (in French). 21: 291–296.
  • Talbot, Alice-Mary (1991). "Michael I Komnenos Doukas". In Kazhdan, Alexander. The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. p. 1362.
  • Talbot, Alice-Mary; Kazhdan, Alexander (1991). "Epiros, Despotate of". In Kazhdan, Alexander. The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. pp. 716–717.
  • Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204-1228). Leiden: Brill.
Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας
Γέννηση: 1170 Θάνατος: 1215
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Κατάκτηση της Ηπείρου
Δεσπότης της Ηπείρου
1205 - 1215
Διάδοχος
Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας