Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δυρράχιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Δυρράχιο (αποσαφήνιση).
Δυρράχιο

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Δυρράχιο
41°18′48″N 19°26′45″E
ΧώραΑλβανία
Διοικητική υπαγωγήΝομός Δυρραχίου
Έκταση46,3 km²
Υψόμετρο0 μέτρο
Πληθυσμός113.249 (1  Οκτωβρίου 2011)[1]
Ταχ. κωδ.2000
Τηλ. κωδ.052
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Άποψη της πόλης από το λιμάνι

Το Δυρράχιο (αλβ. Durrës «Ντούρες», αρχ. ελλ.: Επίδαμνος και Δυρράχιον, λατ. Dyrrachium, ιταλ. Durazzo, τουρκ. Dıraç, βουλγ. και σερβ. Драч ) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και το κυριότερο λιμάνι της Αλβανίας. Βρίσκεται στις ακτές της κεντρικής Αλβανίας, περίπου 33 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσας Τίρανα. Είναι μια από τις αρχαιότερες και οικονομικά σημαντικότερες πόλεις της Αλβανίας.

Το Δυρράχιο βρίσκεται σε ένα από τα στενότερα σημεία της Αδριατικής Θάλασσας, απέναντι από τα Ιταλικά λιμάνια του Μπάρι (σε απόσταση 300 χλμ.) και του Μπρίντιζι (σε απόσταση 200 χλμ.). Έχει το μεγαλύτερο λιμάνι της Αλβανίας και το νεότερο δημόσιο πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Αλεξάντερ Μοϊσίου. Έχει πληθυσμό 115.550 κατοίκους, ενώ η μητροπολιτική περιοχή έχει πληθυσμό 265.530. Είναι, επίσης, το σημείο συνάντησης των εθνικών οδών SH2 και SH4.

Ιδρυμένο τον 7ο αιώνα π.Χ. από Ελληνες αποίκους από την Κόρινθο και την Κέρκυρα, με το όνομα Επίδαμνος, κατοικείται συνεχώς επί 2.700 χρόνια και είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Αλβανίας. Υπήρξε πρωτεύουσα της Αλβανίας από τις 7 Μαρτίου 1914 μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1920, επί της βασιλείας του Γουλιέλμου της Αλβανίας στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, το αλβανικό όνομα της πόλης, Durrës (Durrësi), σταδιακά αντικατέστησε την ευρύτατα διαδεδομένη χρήση της ιταλικής ονομασίας Durazzo. Η πόλη στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και κατοπινά, ήταν γνωστή ως Επίδαμνος [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -δαμνὀς (< δάμνημι «δαμάζω»). Σταδιακά υπερίσχυσε η νέα ονομασία της, Δυρράχιο. Μετονομάστηκε, συγκεκριμένα, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, επειδή η λατινική επιρροή μετέβαλε σε δυσοίωνο το αρχαιοελληνικό όνομά της. Στα λατινικά το δεύτερο συνθετικό της ονομασίας παρέπεμπε στο επίθετο damno που σήμαινε καταραμένο και καταδικασμένο σε θάνατο. Η προέλευση της λέξης Dyrrachium που δόθηκε από τους Ρωμαίους προέρχεται από τη σύνθεση των Ελληνικών λέξεων δυσ- 'δύσκολη' και ῥαχία=ράχες=όρη όπου πιθανόν αναφέρεται στους επιβλητικούς απόκρημνους βράχους κοντά στην πόλη και στο ομώνυμο μικρό χωριό που υπήρχε εκεί.

Κύριο λήμμα: Επίδαμνος
Το Δυρράχιο
Αρχαίο Ελληνικό νόμισμα του Δυρραχίου. Αρισ. Αγελάδα ταΐζοντας μοσχάρι. Δεξ. Δύο τυποποιημένοι κεραυνοί του Δία με τα γράμματα ΔΥΡ.

Η περιοχή του Δυρραχίου κατοικείται από τη Χαλκολιθική περίοδο, στην προϊστορία την κατοίκησαν Ιλλυριοί.[2] Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι ελάχιστα αλλά το Δυρράχιο είναι σε κάθε περίπτωση από τις αρχαιότερες πόλεις στην Αλβανία.[3] Ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο Έλληνας ήρωας Ηρακλής, υποστήριξε τον τοπικό ήρωα Δυρράχιο στη διαμάχη του με τους αδελφούς του. Στους ιστορικούς χρόνους οι κάτοικοι τιμούσαν τον Ηρακλή σαν έναν από τους ιδρυτές της πόλης τους.[4] Στην περιοχή εντοπίστηκαν πολλοί αρχαίοι λαοί όπως οι Βρύγες, οι Ιλλυριοί Ταυλάντιοι που ζούσαν πριν τον 10ο αιώνα π.Χ. και οι Λιβυρνοὶ που επεκτάθηκαν νότια τον 9ο αιώνα π.Χ.[5][5][6] Η Επίδαμνος ιδρύθηκε (627 π.Χ.) από Κορίνθιους με συμμετοχή εποίκων από την αποικία τους Κέρκυρα, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Ιλλυριών Ταυλάντιων.[7] Οι αρχαίοι συγγραφείς γράφουν ότι οι Έλληνες έποικοι βοήθησαν τους Ταυλάντιους να διώξουν τους Λιβουρνούς και αναμείχθηκαν με τον τοπικό πληθυσμό, ακολούθησε έντονη Ελληνική παρουσία, η περιοχή της Επιδάμνου ονομαζόταν Επιδαμνεία.[6] Η γεωγραφική της θέση ήταν πάρα πολύ προνομιακή, διέθετε φυσικό βραχώδες λιμάνι, το οποίο περιστοιχιζόταν από έλη της ενδοχώρας και ψηλά απότομα βράχια στην παραθαλάσσια πλευρά, καθιστώντας έτσι πολύ δύσκολη την επίθεση από θαλάσσης ή από την ξηρά. Η πόλη της Επιδάμνου αναδείχτηκε ταχύτατα σε κορυφαίο εμπορικό κέντρο.[8] Οι κάτοικοι της αφιέρωσαν τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα Δωρικό θησαυροφυλάκιο στην Ολυμπία κάτι που δείχνει ότι ήταν από τους πλουσιότερους στην Αρχαία Ελλάδα. Μιά αρχαία επιγραφή καταγράφει την Επίδαμνο ως "τεράστια δύναμη και πυκνοκατοικημένη".[9]

Η Επίδαμνος ήταν γνωστή ως μία πολιτικά ανεπτυγμένη κοινωνία, κάνοντας τον μεγάλο φιλόσοφο Αριστοτέλη να επαινέσει το πολιτικό της σύστημα, για τον έλεγχο του εμπορίου μεταξύ των Ελλήνων αποίκων και του τοπικού πληθυσμού. Ωστόσο η Κόρινθος και η Κέρκυρα φιλονικούσαν για το ποια θα είναι η μητρόπολις της πόλης με αποτέλεσμα να επισπεύσουν με τις ενέργειές τους τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431 π.Χ.). Συγκεκριμένα, οι δημοκρατικοί της Επιδάμνου ανέτρεψαν το ολιγαρχικό καθεστώς της πόλης (434 π.Χ.) και εγκαθίδρυσαν δημοκρατία. Οταν όμως στη συνέχεια πολιορκήθηκαν από τους εκδιωχθέντες αριστοκράτες και τους ντόπιους συμμάχους τους από την ενδοχώρα, ζήτησαν τη βοήθεια της Κέρκυρας. Εκείνη αρνήθηκε και τότε οι Επιδάμνιοι ζήτησαν τη βοήθεια της Κορίνθου, που ήταν μητρόπολη της Κέρκυρας και τρόπον τινά και δική τους. Η Κόρινθος ανταποκρίθηκε πρόθυμα παρότι ήταν αριστοκρατική στο καθεστώς και οι Επιδάμνιοι είχαν πλέον δημοκρατικό πολίτευμα. Οι πολιτικές διαφορές απέκτησαν δευτερεύουσα σημασία, γιατί έκρινε ορθό, ως μητρόπολη, αλλά και συμφέρον, ως εμπορική πόλη, να στείλει εκεί ενισχύσεις και μάλιστα ακόμα και νέους αποίκους. Η Κέρκυρα αντέδρασε σε αυτή την προοπτική γιατί η συμμαχία Επιδάμνου και Κορίνθου θα υποσκέλιζε τις δικές τους εμπορικές δραστηριότητες και επέμεινε ότι η τύχη της Επιδάμνου ήταν "εσωτερική" της υπόθεση. Όταν διαπίστωσε ότι η Κόρινθος προετοιμάζει μεγάλο στρατό και στόλο με τη βοήθεια και άλλων ελληνικών πόλεων, ζήτησε και έλαβε τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι δημοκρατικοί Επιδάμνιοι ηττήθηκαν και νίκησαν οι Κερκυραίοι που αποκατέστησαν το αριστοκρατικό πολίτευμα. Ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος προσπάθησε να κατακτήσει την Επίδαμνο (323 π.Χ.) αλλά βρέθηκε σε σύγκρουση με τους Ιλλυριούς που αντιστάθηκαν υπό την ηγεσία του Γλαυκία. Ο Κάσσανδρος κατέκτησε προσωρινά την πόλη (314 π.Χ.) αλλά γρήγορα ο Ιλλύριος βασιλιάς και οι Κερκυραίοι τον έδιωξαν. Ακολούθησε νέα αποτυχημένη εκστρατεία του Κασσάνδρου να καταλάβει την Επίδαμνο (312 π.Χ.) που επανήλθε οριστικά υπό την προστασία του Γλαυκία. Τα γεγονότα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τον τερματισμό της παρουσίας των Μακεδόνων στην Αδριατική ακτή για περίπου έναν αιώνα. Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. κατέλαβε την πόλη ο Πύρρος της Ηπείρου.[10] Από το 280 π.Χ. ο Ιλλυριός βασιλιάς Μονούτιος και ο διάδοχος του Μύτιλος έκοψαν ασημένια και μπρούτζινα νομίσματα με το όνομα του βασιλιά και το σύμβολο της πόλης.[11] Το γεγονός ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν στο Δυρράχιο δείχνει ότι οι Ιλλυριοί βασιλείς είχαν ακόμα την εξουσία στην πόλη.[12] Η Επίδαμνος πέρασε στον έλεγχο των Ιλλυριών Αρδιαίων υπό των Άγρων που οχύρωσε την πόλη (250 - 231 π.Χ.).[13] Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ιλλυρία έδιωξαν την Ιλλυρική φρουρά από την πόλη, αντικατέστησαν τη βασίλισσα Τεύτα με έναν από τους στρατηγούς της τον Δημήτριο εκ Φάρου.[14] Στη Β΄ Ιλλυρική εκστρατεία (219 π.Χ.) έχασε το βασίλειο του με την Επίδαμνο από τους Ρωμαίους, στην Γ΄ Ιλλυρική εκστρατεία ο Γένθιος ηττήθηκε την ίδια χρονιά από τους Ρωμαίους.[15] Για τον Κάτουλλο η πόλη ήταν Durrachium Hadriae tabernam, "η ταβέρνα της Αδριατικής", ένας από τους σταθμούς των Ρωμαίων που ανέπλεαν την Αδριατική θάλασσα, όπως και για τον ίδιο το 56 π.Χ.

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Αμφιθέατρο του Δυρραχίου

Οταν οι Ιλλυρικοί Πόλεμοι με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 229 π.Χ. έληξαν με την αποφασιστική ήττα των Ιλλυριών, η πόλη πέρασε υπό τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, υπό την οποία αναπτύχθηκε ως σημαντική στρατιωτική και ναυτική βάση. Οι Ρωμαίοι τη μετονόμασαν Dyrrachium (από το Ελληνικό Δυρράχιον). Θεωρούσαν το όνομα Επίδαμνος δυσοίωνο, λόγω της τελείως συμπτωματικής ομοιότητάς του με τη λατινική λέξη damnum, που σημαίνει "απώλεια" ή "κακό". Η σημασία του "Δυρράχιον" (κακή ή δύσκολη ράχη) είναι ασαφής, αλλά θεωρείται ότι αναφέρεται στους επιβλητικούς βράχους κοντά στην πόλη. Ο αντίπαλος του Ιουλίου Καίσαρα, Πομπήιος, έκανε εκεί μία στάση το 48 π.Χ. πρωτού καταφύγει νότια στην Ελλάδα. Υπό τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, το Ρωμαϊκή επαρχία γνώρισε μεγάλη ακμή· αποτέλεσε το δυτικό άκρο της Εγνατίας Οδού, του μεγάλου Ρωμαϊκού δρόμου, ο οποίος οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη και κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Ένας άλλος δευτερεύων δρόμος, μικρότερου μεγέθους, οδηγούσε νότια στην πόλη Buthrotum, το σημερινό Βουθρωτό (αλβ. Butrint). Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος Καίσαρας έκανε την πόλη αποικία των απόστρατων λεγεωνάριων του, έπειτα από τη Ναυμαχία του Ακτίου, ανακηρύσσοντάς την «ελεύθερη πόλη» (λατ. civitas libera).

Τον 4ο αιώνα το Δυρράχιο έγινε με τον Διοκλητιανό πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Νέας Ηπείρου "Epirus nova". Υπήρξε η γενέτειρα του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ το 430. Λίγο αργότερα το Δυρράχιο χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό που κατέστρεψε τις οχυρώσεις της πόλης. Ο Αναστάσιος Α΄ ξανάχτισε και ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, δημιουργώντας έτσι τις ισχυρότερες οχυρώσεις στα δυτικά Βαλκάνια. Τα ύψους 12 μέτρων τείχη ήταν τόσο παχιά που, σύμφωνα με τη Βυζαντινή ιστορικό Άννα Κομνηνή τέσσερις ιππείς μπορούσαν να ιππεύουν πάνω τους παράλληλα. Διατηρούνται ακόμη σημαντικά τμήματα των οχυρώσεων της αρχαίας πόλης, αν και έχουν απομειωθεί πολύ με την πάροδο των αιώνων.

Οπως και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, το Δυρράχιο και οι γύρω Dyrraciensis provinciae υπέφεραν πολύ από βαρβαρικές επιδρομές κατά τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Πολιορκήθηκε το 481 από τον Θευδέριχο τον Μέγα, βασιλιά των Οστρογότθων, και τους επόμενους αιώνες αναγκάστηκε να αποκρούσει πολλές επιθέσεις των Βουλγάρων. Ανεπηρέαστη από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη διατηρήθηκε υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως σημαντικό λιμάνι και κύριος κόμβος μεταξύ Αυτοκρατορίας και Δυτικής Ευρώπης. Ο ιστορικός Προκόπιος καταγράφει ότι τον 6ο αιώνα η πόλη είχε κυρίως Ελληνικό πληθυσμό.[16]

Το Δυρράχιο το 1573

Η πόλη και οι γύρω ακτές αποτέλεσαν Βυζαντινή επαρχία (το Θέμα του Δυρραχίου) στις αρχές του 9ου αιώνα. Η Βυζαντινή κυριαρχία αμφισβητήθηκε από τους Βουλγάρους υπό τον Συμεών τον Μέγα, αλλά έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα, οπότε ο Σαμουήλ της Βουλγαρίας κατέλαβε την πόλη και την κράτησε μέχρι το 1005.

Το Δυρράχιο πέρασε τον Φεβρουάριο του 1082 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στους Νορμανδούς υπό τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και τον γιο του Βοϊμόνδο, με τη Μάχη του Δυρραχίου. Ο Βυζαντινός έλεγχος αποκαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά η πόλη χάθηκε πάλι το 1185, αυτή τη φορά στον Νορμανδό Βασιλιά, Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας. Το 1205, μετά την Δ΄ Σταυροφορία, η πόλη πέρασε στην κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας, αποτελώντας το "Δουκάτο του Δυρραχίου". Το Δουκάτο και η πόλη καταλήφθηκαν το 1213 από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1257 το Δυρράχιο καταλήφθηκε για λίγο από τον Βασιλιά της Σικελίας, Μάνφρεντ του Χοενστάουφεν και δημιουργήθηκε το Μεσαιωνικό Βασίλειο της Αλβανίας. Ανακαταλήφθηκε από τον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μέχρι που το 1259 το Δεσποτάτο ηττήθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μάχη της Πελαγονίας. Τη δεκαετία του 1270 το Δυρράχιο καταλήφθηκε πάλι από τον Νικηφόρο, γιο του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄, που το 1278 αναγκάσθηκε να αποδώσει την πόλη στον Κάρολο τον Ανδεγαυό.

Ο Ενετικός Πύργος του Δυρραχίου, τμήμα του Κάστρου του

Το 1273 επλήγη από ένα καταστροφικό σεισμό (σύμφωνα με τον Γεώργιο Παχυμέρη) αλλά ανέκαμψε γρήγορα. Καταλήφθηκε για λίγο από τον Βασιλιά Μιλούτιν της Σερβίας το 1296. Στις αρχές του 14ου αιώνα η πόλη κυβερνιόταν από ένα συνασπισμό Ανδεγαυών, Ούγγρων και Αλβανών της οικογένειας Τόπια. Το 1317 ή 1318 η περιοχή καταλήφθηκε από τους Σέρβους και παρέμεινε στην εξουσία τους μέχρι τη δεκαετία του 1350. Την εποχή εκείνη οι Πάπες, υποστηριζόμενοι από τους Ανδεγαυούς αύξησαν τη διπλωματική και πολιτική δραστηριότητά τους στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τους Λατίνους επισκόπους, μεταξύ αυτών του αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου. Η πόλη είχε γίνει θρησκευτικό του Καθολικισμού μετά την εγκατάσταση εκεί των Ανδεγαυών. Το 1272 εγκαταστάθηκε ένας Καθολικός αρχιεπίσκοπος και μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα υπήρχαν στο Δυρράχιο αρχιεπίσκοποι τόσο Καθολικός όσο και Ορθόδοξος.

Η Είσοδος των Τειχών της Αρχαίας Πόλης του Δυρραχίου

Δυο Ιρλανδοί προσκυνητές που επισκέφθηκαν την Αλβανία καθ' οδόν προς την Ιερουσαλήμ το 1322 ανέφεραν ότι το Δυρράχιο "κατοικείτο από Λατίνους, Έλληνες, άπιστους Εβραίους και βάρβαρους Αλβανούς".

Όταν ο Σέρβος Βασιλιάς (Τσάρος) Δουσάν πέθανε το 1355 η πόλη πέρασε στα χέρια της Αλβανικής οικογένειας Τόπια. Το 1376 ο Λουδοβίκος του Εβρέ, της Εταιρείας των Ναβαρραίων, Δούκας του Δυρραχίου, που είχε αποκτήσει τα δικαιώματα επί του Βασιλείου της Αλβανίας από τη δεύτερη σύζυγό του, επιτέθηκε και κατέλαβε την πόλη, αλλά το 1383 ο Κάρολος Τόπια επανέκτησε τον έλεγχό της. Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε την πόλη το 1392 και διατήρησε την πόλη, γνωστή ως Durazzo εκείνη την εποχή, ως τμήμα της Albania Veneta. Απέκρουσε μια πολιορκία από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ το 1461, αλλά υποτάχθηκε στις Οθωμανικές δυνάμεις το 1501.

Το Δυρράχιο είχε γίνει Χριστιανική πόλη πολύ νωρίς. Η επισκοπή της ιδρύθηκε το 58 και αναβαθμίστηκε σε αρχιεπισκοπή το 449. Υπό την Τουρκική κυριαρχία πολλοί κάτοικοί της προσηλυτήσθηκαν στο Ισλάμ και ανεγέρθηκαν πολλά τζαμιά. Η πόλη μετονομάστηκε σε Ντιράτς αλλά υπό τους Οθωμανούς δεν ευημέρησε και η σημασία της υποχώρησε σημαντικά. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός της φέρεται να ήταν μόνο 1.000 άνθρωποι, σε περίπου 200 νοικοκυριά. Η παρακμή της επισημαινόταν στις αρχές του 20ού αιώνα από ξένους παρατηρητές : "Τα τείχη είναι ερειπωμένα, πλατάνια φυτρώνουν στα γιγαντιαία ερείπια της Βυζαντινής της ακρόπολης και το λιμάνι της, κάποτε άνετο και ασφαλές, σιγά - σιγά γεμίζει λάσπη".

Κατά τα έτη 1899-1906 Μητροπολίτης Δυρραχίου διετέλεσε ο Προκόπιος Λαζαρίδης, ο οποίος όπου εργάστηκε με αφοσίωση για την πνευματική κατάρτιση των χριστιανών με ταυτόχρονη ειδική μέριμνα για τη στήριξη των κρυπτοχριστιανών της Βορείου Ηπείρου, καθώς ήταν ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της περιοχής λόγω διώξεων που υφίσταντο.[17][18]

Το Βασιλικό Ανάκτορο του Δυρραχίου.

Η πόλη του Δυρραχίου έπαιξε ενεργό ρόλο στο Αλβανικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των περιόδων 1878 - 1881 και 1910 - 1912. Ο Ισμαήλ Κεμάλ ύψωσε την Αλβανική σημαία στις 26 Νοεμβρίου 1912, αλλά η πόλη καταλήφθηκε από το Βασίλειο της Σερβίας τρεις ημέρες αργότερα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στις 29 Νοεμβρίου 1912 το Δυρράχιο έγινε πρωτεύουσα του Νομού του Δυρραχίου, ενός από τους νομούς, που το Βασίλειο της Σερβίας ίδρυσε στο τμήμα των εδαφών της Αλβανίας που απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Γουλιέλμος, Πρίγκιπας της Αλβανίας και η σύζυγός του Πριγκίπισσα Σοφία της Αλβανίας φθάνοντας στο Δυρράχιο, πρωτεύουσα της Αλβανίας στις 7 Μαρτίου 1914.

Ο Νομός του Δυρραχίου είχε τέσσερις επαρχίες : Δυρραχίου, Λέζα, Ελμπασάν και Τιράνων. Ο στρατός του Βασιλείου της Σερβίας αποσύρθηκε από το Δυρράχιο τον Απρίλιο του 1913. Η πόλη έγινε η δεύτερη πρωτεύουσα της Αλβανίας (μετά τον Αυλώνα στις 7 Μαρτίου 1914 υπό τη σύντομη εξουσία του Πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ. Παρέμεινε πρωτεύουσα της Αλβανίας μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1920, οπότε το Συνέδριο της Λούσνιε έκανε νέα πρωτεύουσα τα Τίρανα.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη καταλήφθηκε από την Ιταλία το 1915, την Αυστροουγγαρία το 1916-1918 και από τους Συμμάχους τον Οκτώβριο του 1918. Έχοντας επανέλθει στην Αλβανική κυριαρχία το Δυρράχιο έγινε προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας μεταξύ 1918 και Μαρτίου 1920. Βίωσε μια οικονομική άνθηση λόγω των Ιταλικών επενδύσεων και υπό τη βασιλεία του Βασιλιά Ζόγου απέκτησε σημαντικό σύγχρονο λιμάνι το 1927. Ένας σεισμός το 1926 κατέστρεψε τμήμα της πόλης και η ανοικοδόμηση που ακολούθησε έδωσε στην πόλη τη σύγχρονη εμφάνισή της. Τη δεκαετία του 1930 είχε στην πόλη υποκατάστημα η Τράπεζα Αθηνών.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Δυρράχιο και η υπόλοιπη Αλβανία είχαν προσαρτηθεί στο Βασίλειο της Ιταλίας μεταξύ 1939-1943 και καταλήφθηκαν κατόπιν από τη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το 1944. Η στρατηγική σημασία του Δυρραχίου ως λιμανιού το κατέστησε σημαντικό στρατιωτικό στόχο και για τις δύο πλευρές. Ήταν το σημείο της αρχικής Ιταλικής απόβασης στις 7 Απριλίου 1939 καθώς και το εφαλτήριο για την αποτυχημένη Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές από Συμμαχικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι λιμενικές εγκαταστάσεις ανατινάχτηκαν από τους υποχωρούντες Γερμανούς το 1944.

Το Κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα ανοικοδόμησε γρήγορα την πόλη μετά τον πόλεμο ιδρύοντας διάφορες βαριές βιομηχανίες στην περιοχή και επεκτείνοντας το λιμάνι. Αποτέλεσε το τέρμα της πρώτης σιδηροδρομικής γραμμής της Αλβανίας, που εγκαινιάσθηκε το 1947. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η πόλη μετονομάσθηκε για λίγο Δυρράχιο-Ενβέρ Χότζα. Η πόλη ήταν και συνεχίζει να παραμένει το κέντρο του Αλβανικού μαζικού παραλιακού τουρισμού.

Μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής εξουσίας το 1990 το Δυρράχιο έγινε το κέντρο μαζικής μετανάστευσης από την Αλβανία με πλοία που καταλαμβάνονταν στο λιμάνι και υπό την απειλή όπλων οδηγούνταν στην Ιταλία. Σε ένα μόνο μήνα, τον Αύγουστο του 1991, πάνω από 20.000 άνθρωποι μετανάστευσαν στην Ιταλία με αυτόν τον τρόπο. Η Ιταλία επενέβη στρατιωτικά, θέτοντας την περιοχή του λιμανιού υπό τον έλεγχό της, και η πόλη έγινε το κέντρο της "Επιχείρησης Πελεκάνος" της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ένα πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας.

Το 1997 η Αλβανία διολίσθησε σε αναρχία, μετά την κατάρρευση μιας μαζικής οικονομικής πυραμίδας, που κατέστρεψε την εθνική οικονομία. Μία ειρηνευτική δύναμη υπό Ιταλική ηγεσία αναπτύχθηκε με αμφιλεγόμενο τρόπο στο Δυρράχιο και άλλες Αλβανικές πόλεις για να αποκαταστήσει την τάξη αν και διάχυτη ήταν η υποψία ότι ο πραγματικός σκοπός της "Επιχείρησης Αλμπα" ήταν να εμποδίσει τους οικονομικούς πρόσφυγες να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα Αλβανικά λιμάνια ως οδό μετανάστευσης στην Ιταλία.

Μετά την αρχή του 21ου αιώνα το Δυρράχιο αναζωογονήθηκε, καθώς πολλοί δρόμοι ξαναστρώθηκαν, ενώ ανακαινίστηκαν πάρκα και όψεις κτιρίων.

Η θάλασσα του Δυρραχίου, όπως φαίνεται από την έξοδο του αυτοκινητόδρομου SH2
Η Torra (Βενετικός Πύργος) ως τμήμα του Κάστρου του Δυρραχίου είναι τουριστικό αξιοθέατο.

Το Δυρράχιο είναι σημαντικός σύνδεσμος με τη Δυτική Ευρώπη, λόγω του λιμανιού του και της εγγύτητάς του στις Ιταλικές πόλεις - λιμάνια, ιδιαίτερα το Μπάρι, με το οποίο συνδέεται καθημερινά με πορθμεία. Εκτός από τον ναύσταθμο διαθέτει ένα σημαντικό ναυπηγείο και βιομηχανίες, που παράγουν κυρίως προϊόντα δέρματος, πλαστικά και καπνού.

Η νότια παράκτια έκτασή του φημίζεται για τον παραδοσιακό παραλιακό τουρισμό της, έχοντας υποστεί ανεξέλεγκτη αστική ανάπτυξη. Οι παραλίες της πόλης είναι δημοφιλής προορισμός για πολλούς ξένους και ντόπιους τουρίστες, με μια εκτίμηση 800.000 επισκεπτών τον χρόνο. Πολλοί Αλβανοί από τα Τίρανα και αλλού περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στις παραλίες του Δυρραχίου. Το 2012 κατασκευάστηκαν νέα συστήματα αποχέτευσης για να εξαλειφθεί πλήρως η μόλυνση της θάλασσας. Αντίθετα η βόρεια παραλιακή έκταση είναι σχεδόν παρθένα και προβλέπεται να εξελιχθεί σε ελιτίστικο τουριστικό προορισμό, καθώς κατασκευάζονται ορισμένα παραλιακά θέρετρα από το 2009. Οι γύρω περιοχές φημίζονται για την παραγωγή καλού κρασιού και ποικιλίας τροφίμων. Το λιμάνι έχει υποστεί σημαντικές αναβαθμίσεις κατά τα τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα τη λειτουργία νέου λιμενικού σταθμού τον Ιούλιο του 2012.

Μεταξύ άλλων σημαντικών κτιρίων στο Δυρράχιο είναι η βιβλιοθήκη, το πολιτιστικό κέντρο Αλεξάντερ Μοϊσίου, το Θέατρο Εστράντα, το κουκλοθέατρο και η φιλαρμονική ορχήστρα. Υπάρχουν επίσης αρκετά μουσεία, όπως το Αρχαιολογικό, η Βασιλική Επαυλη και το Ιστορικό Μουσείο (σπίτι του Αλεξάντερ Μοϊσίου). Στην πόλη υπάρχουν επίσης τα Αρχαία Τείχη, ονόματι Κάστρο του Δυρραχίου, και κοντά στο λιμάνι το αμφιθέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα στα Βαλκάνια.

Αμφιθέατρο του Δυρραχίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγάλο Ρωμαϊκό Αμφιθέατρο του Δυρραχίου χτίστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. επί βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και έχει ανασκαφεί μόνο κατά το ήμισυ. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα αμφιθέατρα στη Βαλκανική χερσόνησο, είχε κάποτε χωρητικότητα 20.000 ανθρώπων και δεν υπάρχει ανάλογό του στην Αλβανία. Ανακαλύφθηκε περί το 1910 και σήμερα έχει γίνει δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Είναι υποψήφιο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Το αμφιθέατρο χρησιμοποιήθηκε για εκδηλώσεις μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ., και επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου ανήκε, μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Τον 6ο αιώνα χτίστηκε στο αμφιθέατρο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Αστιο, πρώτο επίσκοπο του Δυρραχίου και μάρτυρα, στρωμένο με ψηφιδωτά. Το ένα τρίτο περίπου του χώρου ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε περί το 1910, το υπόλοιπο τη δεκαετία του 1960. Μετά την ανασκαφή το αμφιθέατρο σταδιακά ερειπώθηκε, καθώς δεν αναλήφθηκαν εργασίες συντήρησης μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα και συνεχιζόταν η ανοικοδόμηση γύρω από τον χώρο. Το 2004 το Πανεπιστήμιο της Πάρμας ξεκίνησε εργασίες αποκατάστασης για τη διάσωση του μνημείου.

Το αμφιθέατρο έχει ελλειπτικό σχήμα με άξονες 132.4 και 113.2 μέτρων. Η αρένα είναι 61.4 επί 42.2 μέτρα και το ύψος του 20 μέτρα. Είναι χτισμένο στην πλαγιά λόφου και μέσα στο αμφιθέατρο υπάρχουν σκάλες και στοές σε διαφορετικά επίπεδα. Διατηρείται το παρεκκλήσι με τα ψηφιδωτά. Ο χώρος σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.

Το αμφιθέατρο περιβάλλεται από παντού από την πόλη του Δυρραχίου και τμήμα της ίδιας της αρένας έχει επικαλυφθεί με σύγχρονες κατοικίες. Έτσι οι οικιστικές πιέσεις απειλούν τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του μνημείου. Ο Δήμος του Δυρραχίου σχεδιάζει τώρα να απομακρύνει τις κατοικίες. Υπάρχουν διαδικαστικές δυσχέρειες και τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες σιγά-σιγά υποβαθμίζονται. Το 2013 το αμφιθέατρο καταγράφηκε, μαζί με άλλα 13 μνημεία από την Europa Nostra ως ένα από τα περισσότερο απειλούμενα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ευρώπη.

Πανόραμα του Αμφιθεάτρου του Δυρραχίου

Αδελφοποιημένες πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Thomas Brinkhoff: «Albania: Prefectures and Major Cities - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information». Citypopulation.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20  Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουλίου 2024.
  2. Bonnet, Guillaume (1998). Les mots latins de l'albanais. Paris: L'Harmattan. σ. 37
  3. Sassi 2018, σ. 942
  4. P. Cabanes and F. Drini, eds, Inscription d'Épidamne-Dyrrhachion et d'Apollonia, Τόμος 1, (1995)
  5. 5,0 5,1 Wilkes 1995, σ. 111
  6. 6,0 6,1 Boardman, John; Edwards, I. E. S.; Hammond, N. G. L.; Sollberger, E. (1970). The Cambridge Ancient History:The Prehistory of the Balkans; and the Middle East and the Aegean world, tenth to eighth centuries B.C. Τόμος 3. Cambridge University Press. σ. 628
  7. Grote, George (2013). A History of Greece: From the Time of Solon to 403 BC. Routledge. σ. 440
  8. Cabanes 2008, σ. 163
  9. Wilkes 1995, σ. 112
  10. Cabanes 2008, σ. 271
  11. Cabanes 2008, σ. 179
  12. Crawford 1985, σσ. 220–221; Šašel Kos 2005, σ. 258
  13. Šašel Kos 2002, σ. 109
  14. Wilkes 1995, σ. 158
  15. Wilkes 1995, σ. 161
  16. M. Gwyn Morgan, "Catullus and the 'Annales Volusi'" Quaderni Urbinati di Cultura Classica, New Series, 4 (1980):59–67)
  17. Τσίρη, Θεοδώρου (2008). "Η Προσφορά της Εκκλησίας και του Ιερού Κλήρου στη Μικρά Ασία 1912-1922". Thessaloniki: Aristotle University of Thessaloniki, Department of Theology.
  18. Άγιος Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου (+1923)
  • Περιοδικό «Ηπειρωτικά Χρονικά», τεύχος 37, Ιωάννινα 2003.
  • Αλβανία, Ιστορία, Αρχαιολογία, Γλώσσα, Θρησκεία, Τέχνη, Γεωγραφία, Τουρισμός,μετάφραση ΛΙΑΤΗΣ ΚΛΕΑΡΧΟΣ, ΝΙΚΑ ΜΑΚΛΕΝΑ, εκδόσεις: ORAMA-NAKAS, Δεκέμβριος 2013, ISBN 9789604489152.
  • Αναγνωστόπουλος-Παλαιολόγος Θάνος, Ελλάς και Αλβανία στις αρχές του εικοστού αιώνα, τεκμήρια από το αρχείο του Νεοκλή Καζάζη, εκδόσεις: Κυρομάνος, Απρίλιος 1995.
  • Γερόλυμπος Γεώργιος, Εγνατία οδός, εκδόσεις: Ολκός, Νοέμβριος 2008, ISBN 9789608154629, (λεύκωμα).
  • Ζάχου Βιλχεμίνα-Κωνσταντίνα, Η Γεωπολιτική σημασία του χώρου της Αδριατικής και του Ιονίου (11ος-12ος αιώνας), εκδόσεις: Γρηγόρη, Αθήνα Δεκέμβριος 2016.
  • Ζιάγκος Νίκος, Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, συμβολή στο Νέο Ελληνισμό, εκδόσεις: ΑΘΗΝΑ, Δεκέμβριος 1974.
  • Κοντογιαννοπούλου Αναστασία, Τοπικά Συμβούλια στις Βυζαντινές πόλεις, Παράδοση και εξέλιξη (13ος-15ος αιώνας), εκδόσεις: Ακαδημία Αθηνών, Δεκέμβριος 2015, ISBN 9789604043057.
  • Τζουβάρα-Σούλη Χρυσηίς, Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων στην Αρχαία Ήπειρο, εκδόσεις: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα Δεκέμβριος 1979.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]