Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άλφριντ Κρουπ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άλφριντ Κρουπ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση13  Αυγούστου 1907[1][2][3]
Έσσεν
Θάνατος30  Ιουλίου 1967[1][2][3]
Έσσεν
Αιτία θανάτουκαρκίνος του πνεύμονα
Τόπος ταφήςΈσσεν
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Γαλλικά
Αγγλικά
ΣπουδέςΤεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου
Πολυτεχνείο Άαχεν
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαινοτόμος επιχειρηματίας
ιστιοπλόος
fabricator
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςέγκλημα κατά της ανθρωπότητας
Οικογένεια
ΤέκναArndt von Bohlen und Halbach
ΓονείςΓκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ και Μπέρθα Κρουπ
ΑδέλφιαIrmgard Eilenstein
Waldtraut von Bohlen und Halbach
Arnold von Bohlen und Halbach
Claus von Bohlen und Halbach
Berthold von Bohlen und Halbach
Harald von Bohlen und Halbach
Eckbert von Bohlen und Halbach
ΟικογένειαKrupp
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΣούτσσταφφελ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςWehrwirtschaftsführer
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άλφριντ Κρουπ (γερμ. Alfried Krupp, πλήρες όνομα Alfried Felix Alwyn Krupp von Bolen und Halbach) ήταν Γερμανός βιομήχανος, ο οποίος, αρχικά συμμετέχοντας σε και από το 1943 αναλαμβάνοντας την εταιρεία "Friedrich Krupp AG" συνέβαλε σημαντικά στη βιομηχανική ανάπτυξη της Ναζιστικής Γερμανίας και στην ανάπτυξη της πολεμικής μηχανής της.[4] Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η παραγωγή στηρίχθηκε στη χρήση ως εργατών Εβραίων κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και Ρώσων και Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου. Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από τους Συμμάχους και δικάστηκε σε δίκη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης, η οποία έλαβε το όνομά του (Δίκη του Κρουπ). Ήταν ο τελευταίος της δυναστείας των Κρουπ, καθώς η εταιρεία μετά τον Πόλεμο μετατράπηκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, υπό την επωνυμία "Alfried Krupp von Bohlen und Halbach Foundation".

Σύνοπτική βιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άλφριντ Κρουπ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1907 στο Έσσεν της Γερμανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Μπέρτα Κρουπ (Bertha Krupp), κληρονόμου της δυναστείας, και του διπλωμάτη συζύγου της Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ.[5] Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του εργάστηκε για ένα διάστημα στα εργαστήρια της οικογενειακής εταιρείας και στη συνέχεια σπούδασε Μεταλλουργία στα Πολυτεχνεία του Μονάχου, του Άαχεν και του Βερολίνου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του με διατριβή επί "της τήξεως του χάλυβα στο κενό" και ονομάστηκε διπλωματούχος μηχανικός (Diplomingenieur) το 1934. Εργάστηκε, ως τμήμα της εκπαίδευσής του, στην "Dresdner Bank" επί διετία και, το 1936, εισήλθε στην πατρική εταιρεία. Το 1938 έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και καθώς επρόκειτο να διαδεχτεί τον πατέρα του, κλήθηκε να συμμετάσχει σε εποπτικά συμβούλια άλλων εταιρειών και οργανισμών.[6]

Οι εγκαταστάσεις του ομίλου Κρουπ στο Έσσεν

Η εταιρεία Κρουπ ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής εξοπλιστικού υλικού για τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας της ήδη από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά τόσο ο πατέρας όσο και ο γιος Κρουπ δεν ήταν φιλικά διακείμενοι ούτε προς τον Χίτλερ ούτε προς το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα. Το 1930, όμως, ο Χιάλμαρ Σαχτ, ύστερα από αρκετές συζητήσεις, κατάφερε να τους πείσει να δουν διαφορετικά την κατάσταση, υποσχόμενος ότι ο Χίτλερ θα διέλυε τόσο τις συνδικαλιστικές ενώσεις όσο και την πολιτική αριστερά στη Γερμανία. Ο Σαχτ υπέδειξε, επίσης, ότι αν ο Χίτλερ έπαιρνε την εξουσία, θα αυξάνονταν αλματωδώς οι εξοπλιστικές δαπάνες. Ο Άλφριντ έγινε μέλος της SS το 1933.[7] Η εταιρεία των Κρουπ είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που απαγόρευε τη χρήση πολλών σύγχρονων όπλων από τη Γερμανία και περιορίστηκε στην κατασκευή του επιτρεπόμενου εξοπλισμού για τη Ράιχσβερ (όπως επονομάστηκε ο γερμανικός στρατός κατά την περίοδο του μεσοπολέμου) και στην κατασκευή και εμπορία γεωργικών μηχανημάτων. Οι Κρουπ είδαν την πρόταση του Σαχτ ως διέξοδο από την κρίση της εταιρείας τους. Παράλληλα, οι έρευνες επί των εξοπλισμών δεν είχαν ποτέ σταματήσει στην εταιρεία: Κάποιοι τύποι αρμάτων δοκιμάζονταν υπό την κάλυψη της κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων (τρακτέρ), σχέδιο του οποίου διέρρευσε αποκαλύπτοντας τρακτέρ εξοπλισμένο με πυροβόλο των 75 χιλιοστών. Σε άλλες περιπτώσεις οι προδιαγραφές ελκυστήρων περιλάμβαναν και χαρακτηριστικά όπως τη δυνατότητα εύκολης χρήσης του οδικού δικτύου του Βελγίου και της Γαλλίας. Σε μνημόνιο της εταιρείας που βρέθηκε πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, αναγράφεται ότι ο βασικός σχεδιασμός των αρμάτων είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 1933. Η εταιρεία σχεδίαζε, επίσης, και υποβρύχια (απαγορευμένα επίσης από τη Συνθήκη) σε υποκατάστημά της στην Ολλανδία και κάνοντας δοκιμές τους στη Σουηδία.[8]

Το 1936 ο Άλφριντ, λάτρης της ιστιοπλοΐας, λαμβάνει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου με σκάφος της κατηγορίας οκτώ μέτρων και κατακτά το χάλκινο μετάλλιο.

Ο Άλφριντ ήταν μοναχικός τύπος και ζούσε σε ένα σπίτι 15 δωματίων χτισμένο σε δάσος ιδιοκτησίας της οικογένειας, περιτριγυρισμένο από συρματόπλεγμα και με ένοπλη φρουρά. Είχε ελάχιστους φίλους, προερχόμενους από τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια. Αν και ο ίδιος ήταν μέλος της SS δεν υιοθέτησε ποτέ τον τρόπο συμπεριφοράς και ένδυσης των αξιωματούχων της. Η μοναχικότητά του διακόπηκε το 1937, όταν αποφάσισε να νυμφευτεί την Ανελίζε Μπαρ (Anneliese Bahr), θυγατέρα ενός επιχειρηματία του Αμβούργου. Καθώς η Ανελίζε ήταν διαζευγμένη, η Μπέρτα και ολόκληρη η οικογένεια αντιτάχθηκε σε αυτόν τον γάμο. Ο Άλφριντ δεν τους άκουσε και ο γάμος έγινε. Απέκτησαν ένα γιο, τον Αρντ (Arndt) το 1938. Η οικογένεια εξακολούθησε όμως να αντιτίθεται στον γάμο, γεγονός που οδήγησε σε διαζύγιο το 1941 και μητέρα και γιος μετακόμισαν στη Βαυαρία. Ο Άλφριντ έγινε ξανά ο μοναχικός πάμπλουτος εργοστασιάρχης.[8]

Το 1939 ο Άλφριντ αναλαμβάνει επικεφαλής του τμήματος Εξόρυξης και Εξοπλισμών της εταιρείας, για να εξασφαλίσει τον αδιάλειπτο εφοδιασμό της Βέρμαχτ με πολεμικό υλικό. Το ίδιο τμήμα αναλαμβάνει, επίσης, από το 1941, τη μεταφορά ολόκληρων εργοστασίων από κατακτημένες χώρες, όπως η Ουκρανία σε γερμανικό έδαφος: Το 1942 ολόκληρο το εργοστάσιο παραγωγής χάλυβα με ηλεκτρικές καμίνους της Μαριούπολης μεταφέρθηκε στο Μπρεσλάου στις εγκαταστάσεις της "Berthewerke". Εκεί προέκυψε το πρόβλημα των εργατικών χεριών και ο Κρουπ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ως εργατικό δυναμικό τους κρατουμένους παρακειμένου στρατοπέδου συγκέντρωσης, το οποίο είχε επισκεφθεί σε μια προηγούμενη περιοδεία του.[4] Αποδεικνύεται, επίσης, ιδιαίτερα ικανός στη μετατροπή κανονικών εργοστασίων σε εργοστάσια παραγωγής οπλισμού: Το 1940 η αλσατική υφαντουργία Alsacian Corporation for Mechanical Construction μετονομάζεται σε Elsaessische Maschinenfabrik AG (ELMAG), περνά υπό τον έλεγχο του συγκροτήματος Κρουπ και, αντί υφασμάτων, κατασκευάζει πλάκες θωράκισης αρμάτων και σκαφών. Στο ίδιο εργοστάσιο μεταφέρονται και οι εγκαταστάσεις της θυγατρικής Krupp Krawa, τον Μάρτιο του 1943, η οποία κατασκεύαζε στρατιωτικούς ελκυστήρες και αντιαεροπορικά πυροβόλα των 88 χιλ. Ο Άλφριντ έχει κατορθώσει, με αυτές τις μεθόδους, να ανεβάσει την αποτιμώμενη αξία του συγκροτήματός του στα 237.316.093 μάρκα, σχεδόν διπλάσια από αυτήν του 1933.[8]

Ο Άλφριντ είναι ουσιαστικά αποκλειστικός ηγέτης της επιχείρησης, καθώς ο πατέρας του το 1941 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και αποσύρθηκε. Στις 12 Νοεμβρίου 1943, με τον αποκαλούμενο "Νόμο Κρουπ" που θέσπισε ο Χίτλερ, η εταιρεία διαλύεται και επανιδρύεται για να γίνει δυνατή η μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, η μητέρα του Μπέρτα. Ο Άλφριντ γίνεται με τον τρόπο αυτό και τυπικά ο ιδιοκτήτης και ηγέτης της εταιρείας, η οποία κατέχει μέσω θυγατρικών ορυχεία, χαλυβουργεία και εργοστάσια κατασκευής οπλισμού, ναυπηγεία και μηχανουργεία.[9] Του δίνεται, επίσης, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ολόκληρο το όνομα του πατέρα του, Krupp von Bolen und Halbach. Αναφέρεται επίσης ότι ο Χίτλερ τον διόρισε, το 1943, Υπουργό Πολεμικής Οικονομίας[7] αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές.

Το συγκρότημα Κρουπ επεκτείνει την καταναγκαστική εργασία κρατουμένων. Τον Σεπτέμβριο του 1943 ο διευθυντής των εγκαταστάσεων Κρουπ στο Φουενφτάιχεν (Fuenfteichen) έφθασε επικεφαλής κλιμακίου στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου προκειμένου να επιλέξει κατάλληλο "προσωπικό" από τους κρατουμένους.[10][11] Οι πρακτικές αυτές θα οδηγήσουν αργότερα τον Άλφριντ σε παραπομπή σε δίκη.

Αντίθετα από τον πατέρα του, ο Άλφριντ δεν πίστευε ότι η Γερμανία είναι αήττητη. Όταν ανέλαβε επικεφαλής του τεράστιου συγκροτήματος Κρουπ, κατείχε ομόλογα του γερμανικού κράτους αξίας περίπου 200 εκατ. μάρκων. Από την πρώτη κιόλας ημέρα ανάληψης της ηγεσίας, άρχισε να ρευστοποιεί αυτά τα ομόλογα, με συνέπεια ως το τέλος του Πολέμου να έχει καταφέρει να ρευστοποιήσει ομόλογα ύψους 162 εκατ. μάρκων, τα οποία θα κατέληγαν άχρηστα χαρτιά με την κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας. Η ρευστοποίηση έγινε μέσω μυστικών διόδων, ώστε να μη κατηγορηθούν το συγκρότημα και ο ηγέτης του για ηττοπάθεια. Ο Άλφριντ δήλωνε ότι αν η Γερμανία χάσει τον πόλεμο, το συγκρότημα θα χρειαζόταν την απαραίτητη χρηματοδότηση για να μπορέσει η χώρα να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.[8]

Η καταναγκαστική εργασία κρατουμένων συνεχίστηκε. Το συγκρότημα Κρουπ δεν χρησιμοποίησε μόνον Εβραίους αλλά και Ρώσους και Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου ως εργατικό δυναμικό στα περίπου 78 εργοστάσια που διέθετε στην τότε γερμανική επικράτεια. Σε συνεργασία και ύστερα από σχετική συμφωνία με τον Υπουργό Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ χρησιμοποιήθηκαν 45.000 Ρώσοι πολίτες στις χαλυβουργίες του ομίλου, 120.000 αιχμάλωτοι πολέμου σε εργασίες εξόρυξης άνθρακα και μεταλλευμάτων και 6.000 πολίτες άλλων εθνικοτήτων επίσης σε εξορυκτικές εργασίες. Χάρη στη συνεργασία του με την SS εξασφαλίστηκε η περιφρούρηση όλων αυτών των καταναγκαστικά εργαζομένων, σε συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης κάτω του ανθρώπινα αποδεκτού. Κατασκεύασε επίσης ένα εργοστάσιο οβίδων στο Άουσβιτς και τα στελέχη του ομίλου το επισκέπτονταν συχνά, προκειμένου να στρατολογήσουν εργατικό δυναμικό για άλλες εγκαταστάσεις του ίδιου ομίλου[9] Αυτό συνέβη όταν ο όμιλος αποφάσισε να κατασκευάσει μια νέα εγκατάσταση κατασκευής οβιδοβόλων στη Σιλεσία.[7]

Το 1943 οι εγκαταστάσεις του ομίλου στο Έσσεν αλλά και σε άλλα σημεία υπέστησαν σοβαρές ζημίες από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Ο Άλφριντ ζήτησε την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την κυβέρνηση, προκειμένου να τις αποκαταστήσει. Ήταν το πρώτο βήμα απαγκίστρωσης του μεγιστάνα από το καταρρέον καθεστώς.[9]

Παραπομπή σε δίκη και φυλάκιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας ο Άλφριντ συνελήφθη στις 11 Απριλίου 1945 από τα καναδικά στρατεύματα.[7] Η περιουσία του κατασχέθηκε από τις δυνάμεις κατοχής και ο ίδιος παρέμεινε φρουρούμενος μέχρι να παραπεμφθεί σε δίκη.[6] Η κράτηση αυτή διήρκεσε ως το 1947, οπότε συστάθηκε το δικαστήριο στη Νυρεμβέργη και δίκασε τον Κρουπ και έντεκα από τα ηγετικά στελέχη του ομίλου του. Ο πατέρας του Γκούσταβ είχε παραπεμφθεί να δικαστεί στην κύρια Δίκη της Νυρεμβέργης, η παραπομπή του όμως διακόπηκε για λόγους υγείας. Ο πατέρας Κρουπ απεβίωσε και δεν δικάστηκε ποτέ. Αντίθετα, ο Άλφριντ βρέθηκε ένοχος για δύο από τις τέσσερις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν: Διαρπαγή πόρων από κατεχόμενες ξένες χώρες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας λόγω χρήσεως αλλοδαπών και αιχμαλώτων πολέμου σε καταναγκαστική εργασία.[6] Καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση και δήμευση όλων των περιουσιακών του στοιχείων. Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στις 31 Ιουλίου 1948.

Ο Άλφριντ παρέμεινε στη φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ στη Βαυαρία ως το 1951, οπότε ο γενικός διοικητής της αμερικανικής ζώνης κατοχής Τζον ΜακΚλόι (John J. McCloy) έδωσε αμνηστία (Ιανουάριος 1951) στον Κρουπ και άλλους οκτώ καταδικασμένους διευθυντές του. Ο ΜακΚλόι αποφάσισε επίσης την επιστροφή 45 εκατ. δολαρίων στον Κρουπ και ορισμένων από τις εταιρείες που κατείχε ο Κρουπ πριν την κατάσχεσή τους.[12] Του επιστράφηκαν, επίσης, 70 έργα τέχνης που είχαν αφαιρεθεί από τη "Villa Hügel", την κατοικία του (στην οποία και είχε συλληφθεί). Τέσσερα αδέλφια του Άλφριντ και ο ανεψιός του έλαβαν επίσης το ποσόν των δέκα εκατ. μάρκων (ή ισοδύναμο ποσό σε μετοχές των εταιρειών που επιστράφηκαν) ο καθένας.[8] Η απόφαση αυτή του (τραπεζίτη) ΜακΚλόι ήταν τόσο αντιφατική, ώστε η σύζυγος του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούζβελτ Ελεάνορ του απηύθυνε μια επιστολή, στην οποία ανέγραφε την ερώτηση: "Γιατί αφήνουμε ελεύθερους τόσους πολλούς Ναζιστές;".[7][8] Η εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ δημοσίευσε τη γελοιογραφία ενός χαμογελαστού ΜακΚλόι να ανοίγει την πόρτα του κελιού του Κρουπ, ενώ στο βάθος φαίνεται ο Στάλιν να φωτογραφίζει το γεγονός. Υπήρξαν ακόμη και φήμες ότι ο ΜακΚλόι είχε δωροδοκηθεί από τον Αμερικανό δικηγόρο του Κρουπ Ερλ Κάρολ (Earl J. Carroll), τις οποίες ο ΜακΚλόι αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο Τέλφορντ Τέιλορ, δημόσιος κατήγορος στη Δίκη της Νυρεμβέργης έγραψε, σχολιάζοντας την απόφαση ΜακΚλόι: "Ηθελημένα ή όχι, ο κ. ΜακΚλόι κατάφερε ένα ισχυρό κτύπημα στις αρχές του διεθνούς δικαίου και στις έννοιες του ανθρωπισμού, για τις οποίες πολεμήσαμε".[7]

Μετά την αποφυλάκιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας ήδη έναν αποτυχημένο γάμο ο Άλφριντ αποφασίζει να επαναλάβει το εγχείρημα: Νυμφεύεται, το 1952, τη Βέρα Κνάουερ, (Vera Knauer, επίσης ο δεύτερος γάμος της, πατρικό όνομα Hossenfeld) για να τη διαζευχθεί το 1957 ύστερα από σκάνδαλο και με δαπανηρό, από πλευράς Κρουπ, διακανονισμό.

Το 1953 επετράπη στον Άλφριντ να αναλάβει και πάλι επικεφαλής των εταιρειών που τού είχαν επιστραφεί. Αν και η Ανώτατη Συμμαχική Επιτροπή έδωσε εντολή να πωληθούν όσες μετοχές κατείχε στην εξόρυξη άνθρακα και στη χαλυβουργία, ο όμιλος "Krupp Werke" γρήγορα επανέκτησε την ηγετική του θέση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα.[4] Ο όμιλος ανοίγεται σε νέες αγορές και, το 1958 έχει φθάσει να απασχολεί 105.200 εργαζομένους και έχει τις μεγαλύτερες πωλήσεις από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία της Γερμανίας. Κατά τον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τη συγκριτική μουσικολογία και τη φωτογράφιση τοπίων. Το 1966 δωρίζει τμήμα της βιβλιοθήκης της "Villa Hügel" στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ, ενώ μετά τον θάνατό του η πλουσιότατη δισκοθήκη του δωρίζεται στο μουσικό κολέγιο "Folkwang".[6]

Λίγο πριν τον θάνατο του Άλφριντ Κρουπ, στις 30 Ιουλίου του 1967[7] από καρκίνο των πνευμόνων, ο βοηθός του Μπέρτολντ Μπάιτς (Berthold Beitz) διεκπεραίωσε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, προκειμένου ο έλεγχος του Ομίλου Κρουπ να μεταβιβαστεί σε ένα ίδρυμα (Stiftung), το οποίο θα ελεγχόταν από τριμελές εποπτικό΄συμβούλιο. Ο γιος και μοναδικός του κληρονόμος Αρντ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ (απεβ. 1986) αποποιήθηκε οποιασδήποτε διεκδικήσεως της πατρικής περιουσίας έναντι ενός αξιοσέβαστου ποσού σε μετρητά σε ετήσιες δόσεις, μέχρι τον θάνατό του.

  1. 1,0 1,1 1,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Alfried-Krupp-von-Bohlen-und-Halbach. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 157511714.
  3. 3,0 3,1 3,2 Roglo. p=alfried;n=krupp+von+bohlen+und+halbach.
  4. 4,0 4,1 4,2 Robert Solomon Wistrich, Who's who in Nazi Germany, Routledge, 2002
  5. "Alfried Krupp von Bohlen und Halbach." Encyclopædia Britannica. Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 10-09-2011
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 «ThyssenKrupp Group, Alfried Krupp von Bohlen und Halbach». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2011. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 «Spartacus Educational SchoolNet». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2011. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 C. Peter Chen, Alfried Krupp στο "World War II Database". Ανακτήθηκε στις 11-09-2011
  9. 9,0 9,1 9,2 Google Books: Gabrielle Kirk McDonald, Documents and cases, BRILL, 1999, σελ. 2066
  10. Google Books: Benjamin B. Ferencz, Less than slaves: Jewish forced labor and the quest for compensation, Indiana University Press, 2002 σελ. 77
  11. Ο συγγραφέας - και δικηγόρος - Benjamin B. Ferencz που αναφέρεται πιο πάνω συμμετείχε στη Δίκη του Κρουπ ως ειδικός σύμβουλος, καθώς επίσης και βασικός Δημόσιος Κατήγορος στη Δίκη των Einsatzgruppen.
  12. Ο Robert Solomon Wistrich στο προαναφερόμενο βιβλίο του κάνει λόγο για 45 ως 50 εκατομ. λίρες στερλίνες και όχι δολάρια