Βίντκουν Κουίσλιγκ
Βίντκουν Άμπραχαμ Λάουριτς Γιόνσεν Κουίσλιγκ | |
---|---|
Πρωθυπουργός της Νορβηγίας | |
Περίοδος 1 Φεβρουαρίου 1942 – 9 Μαΐου 1945 | |
Υπουργός Άμυνας | |
Περίοδος 1931 – 1933 | |
Προκάτοχος | Τρογκέιρ Άντερσεν-Ρυστ |
Διάδοχος | Γιενς Ίσακ ντε Λάνγκε Κόμπρο |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 18 Ιουλίου 1887, Φύρεσνταλ, Τέλεμαρκ, Νορβηγία |
Θάνατος | 24 Οκτωβρίου 1945 (58 ετών) Όσλο, Νορβηγία |
Εθνότητα | Νορβηγός |
Υπηκοότητα | Νορβηγία |
Πολιτικό κόμμα | Αγροτικό Κόμμα (1931-33) Κόμμα Εθνικής Ενότητας (1933-45) |
Σύζυγος | Αλεξάνδρα Αντρέεβνα Βορόνινα Μαρία Βασιλίγεβνα Κουίσλινγκ |
Σπουδές | Norwegian Military Academy Norwegian Military College |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Αγίου Σάββα Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βίντκουν Κουίσλιγκ (Vidkun Abraham Lauritz Jonssøn Quisling, 18 Ιουλίου 1887 - 24 Οκτωβρίου 1945) ήταν Νορβηγός αξιωματικός και πολιτικός, που ήταν τυπικά επικεφαλής της κυβέρνησης της Νορβηγίας κατά την κατοχή της χώρας από τη Ναζιστική Γερμανία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απέκτησε για πρώτη φορά διεθνή δημοσιότητα ως στενός συνεργάτης του εξερευνητή Φρίντγιοφ Νάνσεν, οργανώνοντας ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια του Ρωσικού λιμού του 1921 στο Ποβόλζιε. Τοποθετήθηκε ως Νορβηγός διπλωμάτης στη Σοβιετική Ένωση και για κάποιο διάστημα διαχειρίστηκε επίσης βρετανικές διπλωματικές υποθέσεις εκεί. Επέστρεψε στη Νορβηγία το 1929 και υπηρέτησε ως Υπουργός Άμυνας στις κυβερνήσεις του Πέντερ Κόλσταντ (1931–32) και του Γενς Χούντσεϊντ (1932–33), εκπροσωπώντας το Αγροτικό Κόμμα.
Το 1933 ο Κουίσλιγκ εγκατέλειψε το Αγροτικό Κόμμα και ίδρυσε το φασιστικό κόμμα Nasjonal Samling (Εθνική Ένωση). Αν και κέρδισε κάποια δημοτικότητα μετά τις επιθέσεις του στην αριστερά το κόμμα του δεν μπόρεσε να καταλάβει έδρες στο Storting και μέχρι το 1940 ήταν σχεδόν περιθωριακό. Στις 9 Απριλίου 1940, ενώ ήταν σε εξέλιξη η γερμανική εισβολή στη Νορβηγία, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία με το πρώτο παγκοσμίως πραξικόπημα, που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά, αλλά απέτυχε αφού οι Γερμανοί αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κυβέρνησή του. Από το 1942 έως το 1945 υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της Νορβηγίας, επικεφαλής της νορβηγικής κρατικής διοίκησης από κοινού με τον Γερμανό πολιτικό διοικητή Γιόζεφ Τέρμποβεν. Στη φιλοναζιστική κυβέρνηση-μαριονέτα του, γνωστή ως "καθεστώς Κουίσλιγκ", επικρατούσαν υπουργοί από το Nasjonal Samling. Η κυβέρνηση συνεργασίας του συμμετείχε στη γενοκτονική Τελική Λύση της Γερμανίας.
Ο Κουίσλιγκ προσήχθη σε δίκη κατά τη νομική εκκαθάριση στη Νορβηγία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κρίθηκε ένοχος για κατηγορίες όπως υπεξαίρεση, ανθρωποκτονίες και εσχάτη προδοσία κατά του Νορβηγικού κράτους και καταδικάστηκε σε θάνατο. εκτελέστηκε στο Φρούριο Ακερσους του Όσλο, στις 24 Οκτωβρίου 1945. Η λέξη κουίσλιγκ έγινε συνώνυμη του "συνεργάτη (του εχθρού)" ή "προδότη" σε πολλές γλώσσες, αντικατοπτρίζοντας την περιφρόνηση για τη συμπεριφορά του, τόσο κατά όσο και μετά τον θάνατό του.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βίντκουν Κουίσλιγκ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1887 στο Φίρεσνταλ (Fyresdal) της Νορβηγίας. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Γιον Λάουριτς (Jon Lauritz) και μητέρα του η Άννα Κουίσλιγκ (Anna Caroline Bang Quisling).
Ο Βίντκουν Άμπρααμ Λάουριτς Γιόνσεν Κουίσλιγκ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1887 στο Φύρεσνταλ, στη Νορβηγική περιφέρεια Τέλεμαρκ. Ήταν ο γιος του ιερέα της Εκκλησίας της Νορβηγίας και γενεαλόγου Γιον Λάουριτς Κβίσλιγκ (1844-1930) και της συζύγου του Αννα Καρολίνε Μπανγκ (1860-1941),[1] κόρης του Γέργκεν Μπανγκ, πλοιοκτήτη και τότε πλουσιότερου άνθρωπου στην πόλη Γκρίμσταντ της Νότιας Νορβηγίας.[2] Ο πατέρας Κουίσλιγκ δίδασκε στο Γκρίμσταντ το 1870. Μία από τις μαθήτριές του ήταν η Μπανγκ, την οποία παντρεύτηκε στις 28 Μαΐου 1886, μετά από μακρό αρραβώνα. Το νεόνυμφο ζευγάρι μετακόμισε αμέσως στο Φύρεσνταλ, όπου γεννήθηκαν ο Βίντκουν και τα μικρότερα αδέλφια του.
Το οικογενειακό όνομα προέρχεται από το Quislinus, ένα εκλατινισμένο όνομα που εφευρέθηκε από τον πρόγονο του Κουίσλιγκ, Λάουριτς Ιμπσεν Κουίσλιν (1634-1703), με βάση το χωριό Κβίσλεμαρκ κοντά στο Σλάγκελσε της Δανίας, από όπου είχε μεταναστεύσει.[3] Έχοντας δύο αδέλφια και μια αδερφή,[4] ο νεαρός Κουίσλιγκ ήταν "ντροπαλός και ήσυχος αλλά επίσης υπάκουος και εξυπηρετικός, πάντα φιλικός, περιστασιακά σκάζοντας ένα ζεστό χαμόγελο."[5] Ιδιωτικές επιστολές που βρέθηκαν αργότερα από ιστορικούς δείχνουν επίσης μια ζεστή και στοργική σχέση μεταξύ των μελών της οικογένειας.[6] Από το 1893 έως το 1900 ο πατέρας του ήταν εφημέριος του δήμου Στρέμσε του Ντράμεν. Εδώ ο Κουίσλιγκ πήγε στο σχολείο για πρώτη φορά. Υπέστη εκφοβισμό από άλλους μαθητές στο σχολείο για τη διάλεκτο του του Τέλεμαρκ, αλλά αποδείχθηκε επιτυχημένος μαθητής.[7] Το 1900 η οικογένεια μετακόμισε στο Σίεν, όταν ο πατέρας του διορίστηκε ανώτερος κληρικός της πόλης.[8]
Ο νεαρός Βίντκουν έδειξε κλίση στις ανθρωπιστικές, ιδιαίτερα την ιστορία, και στις φυσικές επιστήμες και στα μαθηματικά. Όμως τότε η ζωή του δεν είχε σαφή κατεύθυνση και οι γονείς του τον προώθησαν για στρατιωτική καριέρα, γι' αυτό και γράφτηκε στη Νορβηγική Στρατιωτική Ακαδημία, έχοντας λάβει την υψηλότερη βαθμολογία στις εισαγωγικές εξετάσεις της χρονιάς, μεταξύ των 250 υποψηφίων. Μετακινηθείς το 1906 στο Νορβηγικό Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή, αποφοίτησε με την υψηλότερη βαθμολογία από την ίδρυση του κολεγίου το 1817 και επιβραβεύτηκε με μια ακρόαση του Βασιλιά. Την 1η Νοεμβρίου 1911, εντάχθηκε στο Γενικό Επιτελείο του στρατού. Η Νορβηγία ήταν ουδέτερη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κουίσλιγκ απεχθανόταν το ειρηνευτικό κίνημα, αν και το υψηλό ανθρώπινο κόστος του πολέμου μετρίασε αυτές τις απόψεις του. Τον Μάρτιο του 1918 εστάλη στη Ρωσία ως ακόλουθος της Νορβηγικής πρεσβείας στο Πετρογκράντ, με το πλεονέκτημα των πέντε χρόνων που είχε περάσει μελετώντας τη χώρα. Αν και απογοητευμένος από τις εκεί συνθήκες διαβίωσης ο Κουίσλιγκ ωστόσο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "οι Μπολσεβίκοι έχουν εξαιρετικά ισχυρό έρεισμα στη ρωσική κοινωνία" και θαύμασαν το πώς ο Λέων Τρότσκι είχε καταφέρει να κινητοποιήσει τόσο καλά τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού [9],ενώ αντιθέτως, παραχωρώντας πάρα πολλά δικαιώματα στον λαό της Ρωσίας, η Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση υπό τον Αλεξάντρ Κέρενσκι είχε επιφέρει την ίδια της την πτώση. Όταν ο πρέσβης ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1918 ο Κουίσλιγκ έγινε εμπειρογνώμονας του Νορβηγικού στρατού για τις ρωσικές υποθέσεις.[10]
Ταξίδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]« | Ο Κουίσλιγκ απάντησε [ότι] ο ρωσικός λαός χρειαζόταν σοφή ηγεσία και κατάλληλη εκπαίδευση, [ότι υπέφερε] από την αδιαφορία, την έλλειψη σαφώς καθορισμένων στόχων με πίστη και μια αισιόδοξη στάση [και ότι] είναι αδύνατο να επιτευχθεί τίποτα χωρίς θέληση, αποφασιστικότητα και συγκέντρωση. | » |
—Η Αλεξάνδρα αφηγείται μια συνομιλία με το μέλλοντα σύζυγό της, Yourieff 2007, σελ. 93 |
Τον Σεπτέμβριο του 1919 ο Κουίσλιγκ αναχώρησε από τη Νορβηγία για να γίνει αξιωματικός πληροφοριών της Νορβηγικής πρεσβείας στο Ελσίνκι, μια θέση που συνδύαζε τη διπλωματία και την πολιτική.[11] Το φθινόπωρο του 1921 έφυγε από τη Νορβηγία για άλλη μια φορά, κατόπιν αιτήματος του εξερευνητή και ανθρωπιστή Φρίντγιοφ Νάνσεν, και τον Ιανουάριο του 1922 έφτασε στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας Χάρκοβο για να βοηθήσει την προσπάθεια ανθρωπιστικής βοήθειας εκεί της Κοινωνίας των Εθνών.[12][13] Τονίζοντας τη μαζική κακοδιαχείριση στην περιοχή και τον αριθμό των περίπου δέκα χιλιάδων θανάτων την ημέρα συνέταξε μια έκθεση που προσέλκυσε βοήθεια και έδειξε τις διοικητικές του ικανότητες, καθώς και την επίμονη αποφασιστικότητά του να πάρει αυτό που ήθελε.[14] Στις 21 Αυγούστου παντρεύτηκε τη Ρωσίδα Αλεξάντρα Αντρέεβνα ("Ασια") Βορόνινα,[15] κόρη ενός γυρολόγου. Η Αλεξάντρα έγραψε στα απομνημονεύματά της ότι ο Κουίσλιγκ εκδήλωσε την αγάπη του για αυτήν [16] αλλά, με βάση τις επιστολές του και τις έρευνες που έγιναν από τα ξαδέλφια του, φαίνεται ότι δεν υπήρχε ποτέ ζήτημα ρομαντικής σχέσης μεταξύ των δύο, απλώς ο Κουίσλιγκ φάνηκε να ήθελε να βγάλει το κορίτσι από τη φτώχεια παρέχοντάς της ένα νορβηγικό διαβατήριο και οικονομική ασφάλεια.
Έχοντας εγκαταλείψει την Ουκρανία τον Σεπτέμβριο του 1922 ο Κουίσλιγκ και η Ασια επέστρεψαν στο Χάρκοβο τον Φεβρουάριο του 1923 για να συνεχίσουν την ανθρωπιστική βοήθεια, με τον Nάνσεν να περιγράφει το έργο του Κουίσλιγκ ως «απολύτως απαραίτητο».[17][18] Ο Κουίσλιγκ βρήκε την κατάσταση πολύ βελτιωμένη και, χωρίς νέες προκλήσεις, βρήκε αυτό το ταξίδι πιο βαρετό από το προηγούμενο. Συναντήθηκε ωστόσο με τη Μαρία Βασιλίεβνα Πασετσνίκοβα (Ρωσικά: Мари́я Васи́льевна Па́сечникова), μια Ουκρανή πάνω από δέκα χρόνια νεώτεροή του. Τα ημερολόγιά της από την εποχή εκείνη "υποδηλώνουν μια ανθηρή ερωτική σχέση" κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1923, παρά τον γάμο του Κουίσλιγκ με την Ασια τον προηγούμενο χρόνο. Θυμόταν ότι εντυπωσιάστηκε από την ευφράδειά του στη ρωσική γλώσσα, την Αρία εμφάνισή του και την ευγενική συμπεριφορά του.[17][18] Ο Κουίσλιγκ παντρεύτηκε την Πασετσνίκοβα στο Χάρκοβο στις 10 Σεπτεμβρίου 1923, αν και δεν έχει βρεθεί κανένα έγγραφο νομικό τεκμήριο. Ο βιογράφος του Νταλ πιστεύει ότι κατά πάσα πιθανότητα ο δεύτερος γάμος δεν υπήρξε ποτέ επίσημος. Πάντως το ζευγάρι συμπεριφερόταν σαν να ήταν παντρεμένο και γιόρταζε την επέτειο του γάμου του. Λίγο μετά τον γάμο η ανθρωπιστική βοήθεια έληξε και οι τρεις τους έφυγαν από την Ουκρανία και από το καλοκαίρι του 1923 και μετά σχεδίαζαν να περάσουν ένα χρόνο στο Παρίσι. Η Μαρία ήθελε να δει τη Δυτική Ευρώπη, ενώ ο Κουίσλιγκ ήθελε να ξεκουραστεί μετά από περιόδους πόνων στο στομάχι που είχαν διαρκέσει όλο τον χειμώνα.
Παρίσι, Ανατολική Ευρώπη και Νορβηγία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παραμονή στο Παρίσι απαιτούσε προσωρινή απόλυση από τον στρατό, που ο Κουίσλιγκ σιγά σιγά αντιλήφθηκε ότι ήταν μόνιμη: οι περικοπές στον στρατό σήμαιναν ότι δεν θα υπήρχε διαθέσιμη θέση για αυτόν όταν θα επέστρεφε. Αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του στη γαλλική πρωτεύουσα για μελέτη, ανάγνωση έργων πολιτικής θεωρίας και εργασία πάνω στο φιλοσοφικό του σχέδιο, που ονόμασε Ουνιβερσισμό. Στις 2 Οκτωβρίου 1923 έπεισε την καθημερινή εφημερίδα του Όσλο Tidens Tegn να δημοσιεύσει ένα άρθρο που είχε γράψει, ζητώντας τη διπλωματική αναγνώριση της Σοβιετικής κυβέρνησης.[19] Η παραμονή του Κουίσλιγκ στο Παρίσι δεν κράτησε όσο είχε προγραμματιστεί και στα τέλη του 1923 άρχισε να εργάζεται για το νέο πρόγραμμα του Νάνσεν επαναπατρισμών στα Βαλκάνια, φτάνοντας στη Σόφια τον Νοέμβριο. Πέρασε τους επόμενους δύο μήνες ταξιδεύοντας συνεχώς με τη σύζυγό του Μαρία, που τον Ιανουάριο επέστρεψε στο Παρίσι για να φροντίσει την Ασια, που ανέλαβε τον ρόλο της θετής κόρης του ζευγαριού, και ο Κουίσλιγκ τις συνάντησε τον Φεβρουάριο.[20]
Το καλοκαίρι του 1924 οι τρεις τους επέστρεψαν στη Νορβηγία, από όπου στη συνέχεια η Ασια έφυγε για να ζήσει με μια θεία στη Νίκαια και ποτέ δεν επέστρεψε. Αν και ο Κουίσλιγκ υποσχέθηκε να φροντίζει την ευημερία της, οι πληρωμές του δεν ήταν τακτικές και τα επόμενα χρόνια αμέλησε να την επισκεφθεί.[21] Στη Νορβηγία, και με την προηγηθείσα αμηχανία του, τον Κουίσλιγκ προσέλκυσε το κομμουνιστικό νορβηγικό εργατικό κίνημα. Μεταξύ άλλων πολιτικών, υποστήριξε άκαρπα μια λαϊκή πολιτοφυλακή για την προστασία της χώρας από αντιδραστικές επιθέσεις [22] και ρώτησε τα μέλη του κινήματος αν θα ήθελαν να μάθουν ποιες πληροφορίες είχε το Γενικό Επιτελείο για αυτά, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Αν και αυτή η σύντομη προσκόλληση στην ακροαριστερά φαίνεται απίθανη δεδομένης της μεταγενέστερης πολιτικής κατεύθυνσής του, ο Νταλ υποστηρίζει ότι, μετά από μια συντηρητική παιδική ηλικία, ήταν εκείνη τη στιγμή «άνεργος και απελπισμένος ... βαθύτατα δυσαρεστημένος από το Γενικό Επιτελείο ... [και] στη διαδικασία του να γίνει πολιτικά πιο ριζοσπαστικός. "[23] και προσθέτει ότι οι πολιτικές απόψεις του Κουίσλιγκ τότε θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως" συγχώνευση του σοσιαλισμού και του εθνικισμού ", με συγκεκριμένες συμπάθειες για τα Σοβιέτ στη Ρωσία.[24]
Ρωσία και το σκάνδαλο του ρουβλίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιούνιο του 1925 ο Νάνσεν για άλλη μια φορά προσέφερε στον Κουίσλιγκ απασχόληση. Οι δυο τους ξεκίνησαν μια περιοδεία στην Αρμενία, όπου ήλπιζαν να βοηθήσουν στον επαναπατρισμό των ιθαγενών Αρμενίων μέσω ενός αριθμού έργων που προτάθηκαν για χρηματοδότηση από την Κοινωνία των Εθνών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες του Κουίσλιγκ, ωστόσο, όλα τα έργα απορρίφθηκαν. Τον Μάιο του 1926 ο Κουίσλιγκ βρήκε μια άλλη εργασία με τον προ πολλού φίλο και σύντροφο Νορβηγό Φρέντερικ Πρυτς στη Μόσχα, εργαζόμενος ως σύνδεσμος μεταξύ του Πρυτς και των Σοβιετικών αρχών που κατείχαν το ήμισυ της εταιρείας του Πρυτς Onega Wood.[25] Έμεινε εκεί μέχρι που ο Πρυτς ετοιμαζόταν να κλείσει την επιχείρηση στις αρχές του 1927, οπότε βρήκε νέα απασχόληση ως διπλωμάτης. Τις βρετανικές διπλωματικές υποθέσεις στη Ρωσία διαχειριζόταν η Νορβηγία και έγινε ο νέος γραμματέας της αντιπροσωπείας τους. Η Μαρία πήγε και αυτή στα τέλη του 1928. Ένα τεράστιο σκάνδαλο ξέσπασε όταν ο Κουίσλιγκ και ο Πρυτς κατηγορήθηκαν ότι χρησιμοποιούν διπλωματικά κανάλια για να διακινούν εκατομμύρια ρούβλια στη μαύρη αγορά, ένας επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να στηρίξει μια κατηγορία «ηθικής χρεοκοπίας», αλλά ούτε αυτό ούτε η κατηγορία ότι ο Κουίσλιγκ ήταν κατάσκοπος των Βρετανών έχει τεκμηριωθεί.[26]
Η σκληρότερη γραμμή που αναπτυσσόταν τώρα στη ρωσική πολιτική έκανε τον Κουίσλιγκ να απομακρυνθεί από τον Μπολσεβικισμό. Η Σοβιετική κυβέρνηση είχε απορρίψει παντελώς τις προτάσεις του για την Αρμενία και εμπόδισε μια προσπάθεια του Nάνσεν να βοηθήσει στον λιμό της Ουκρανίας το 1928. Ο Κουίσλιγκ θεώρησε αυτές τις αρνήσεις ως προσωπική προσβολή. Το 1929, με τους Βρετανούς να θέλουν να αναλάβουν οι ίδιοι τον έλεγχο των διπλωματικών τους υποθέσεων, έφυγε από τη Ρωσία. Ορίστηκε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (CBE) για τις υπηρεσίες του στη Βρετανία, τιμή που ανακλήθηκε από τον Βασιλιά Γεώργιο ΣΤ΄ το 1940.[27] Μέχρι τότε του είχαν επίσης απονεμηθεί το Τάγμα του Ρουμανικού Στέμματος και το Γιουγκοσλαβικό Τάγμα του Αγίου Σάββα για τις προηγούμενες ανθρωπιστικές του προσπάθειες.
Αρχική πολιτική καριέρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τελική επιστροφή στη Νορβηγία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έχοντας περάσει εννέα από τα προηγούμενα δώδεκα χρόνια στο εξωτερικό, αλλά χωρίς καμία πρακτική εμπειρία στην κομματική πολιτική εκτός του Νορβηγικού Στρατού, ο Κουίσλιγκ επέστρεψε στη Νορβηγία τον Δεκέμβριο του 1929, φέρνοντας μαζί του ένα σχέδιο για αλλαγή που ονόμασε Norsk Aktion, που σημαίνει «Νορβηγική Δράση».[28] Η σχεδιαζόμενη οργάνωση αποτελείτο από εθνικές, περιφερειακές και τοπικές μονάδες με σκοπό τη στρατολόγηση στα πρότυπα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Όπως η Action Française της Γαλλικής δεξιάς, υποστήριζε ριζικές συνταγματικές αλλαγές. Το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας, ή Storting, επρόκειτο να γίνει διμερές με το δεύτερο σώμα αποτελούμενο από εκλεγμένους αντιπροσώπους από τον εργαζόμενο λαό κατά το σοβιετικό πρότυπο.[29] Ο Κουίσλιγκ επικεντρώθηκε περισσότερο στην οργάνωση παρά στις κυβερνητικές πρακτικές. Για παράδειγμα όλα τα μέλη του Norsk Aktion έπρεπε να έχουν το δικό τους χαρακτηρισμό σε μια στρατιωτική ιεραρχία.[30]
Ο Κουίσλιγκ στη συνέχεια πούλησε μεγάλο αριθμό αντικών και έργων τέχνης που είχε αποκτήσει φθηνά στη μετεπαναστατική Ρωσία. Η συλλογή του έφτανε τους περίπου 200 πίνακες, συμπεριλαμβανομένων έργων που ισχυριζόταν ότι ήταν των Ρέμπραντ, Γκόγια, Σεζάν και πολλοί άλλων ζωγράφων. Η συλλογή, συμπεριλαμβανομένων των «πραγματικών θησαυρών», είχε ασφαλιστεί για σχεδόν 300.000 κορώνες.[31] Την άνοιξη του 1930 βρέθηκε ξανά με τον Πρυτς, που επέστρεψε στη Νορβηγία. Συμμετείχαν σε τακτικές ομαδικές συναντήσεις που περιελάμβαναν μεσήλικες αξιωματικούς και επιχειρηματίες, που από τότε περιγραφόταν ως «ο ορισμός μιας φασιστικής ομάδας πρωτοβουλίας», μέσω της οποίας ο Πρυτς εμφανίστηκε αποφασισμένος να προωθήσει τον Κουίσλιγκ στην πολιτική.[32]
Οταν ο Nάνσεν πέθανε στις 13 Μαΐου 1930 ο Κουίσλιγκ χρησιμοποίησε τη φιλία του με τον εκδότη της εφημερίδας Tidens Tegn για να βάλει στο πρωτοσέλιδο την ανάλυσή του για τον νεκρό. Το άρθρο είχε τον τίτλο Politiske tanker ved Fridtjof Nansens død ("Πολιτικές σκέψεις για τον θάνατο του Φρίντγιοφ Νάνσεν") και δημοσιεύθηκε στις 24 Μαΐου.[33] Στο άρθρο περιέγραψε δέκα σημεία που θα συμπλήρωναν το όραμα του Nάνσεν για τη Νορβηγία, μεταξύ των οποίων «ισχυρή και δίκαιη κυβέρνηση» και «μεγαλύτερη έμφαση στη φυλή και την κληρονομικότητα». Αυτό το θέμα συνεχίστηκε στο νέο του βιβλίο Η Ρωσία και Εμείς (Νορβηγικά: Russland og vi), που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο Tidens Tegn το φθινόπωρο του 1930. Υποστηρίζοντας τον πόλεμο εναντίον του Μπολσεβικισμού, το ανοιχτό ρατσιστικό βιβλίο εκτόξευσε τον Κουίσλιγκ στο πολιτικό προσκήνιο. Παρά την προηγούμενη αμφιθυμία του κατέλαβε μια θέση στην επιτροπή του Όσλο της Πατριωτικής Ένωσης, με πρώην επικεφαλής το Nάνσεν. Εν τω μεταξύ ο ίδιος και ο Πρυτς ίδρυσαν ένα νέο πολιτικό κίνημα, το Nordisk folkereisning i Norge, ή το «Νορδική λαϊκή εξέγερση στη Νορβηγία», με 31μελή κεντρική επιτροπή και τον Κουίσλιγκ ως fører - μονομελή εκτελεστική επιτροπή - αν και ο ίδιος δεν φαινόταν να είχε καμία ιδιαίτερη προσήλωση στον όρο αυτό.[34] Η πρώτη συνάντηση του κινήματος πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαρτίου 1931, δηλώνοντας ότι ο σκοπός του ήταν να «εξαλείψει την εισαγόμενη και αχρεία κομμουνιστική ανταρσία».[35]
Υπουργός Άμυνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κουίσλιγκ αποχώρησε από το Nordisk folkereisning i Norge τον Μάιο του 1931 για να υπηρετήσει ως υπουργός Άμυνας στην Αγροτική κυβέρνηση του Πέντερ Κόλσταντ, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ούτε Αγροτικός ούτε φίλος του.[36] Είχε προταθεί στον Κόλσταντ για τη θέση αυτή από τον Θόρβαλντ Αανταλ, εκδότη της Αγροτικής εφημερίδας Nationen, που με τη σειρά του επηρεάστηκε από τον Πρυτς. Ο διορισμός αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς στο κοινοβούλιο της Νορβηγίας.[37] Η πρώτη ενέργεια του στη νέα του θέση ήταν να αντιμετωπίσει τα επακόλουθα της Μάχης του Μένσταντ, μιας «εξαιρετικά οξείας» εργατικής διαμάχης, στέλνοντας στρατεύματα.[38][39] Αφού απέφυγε προσεκτικά την κριτική της αριστεράς για τον χειρισμό της διαμάχης και την αποκάλυψη των παλαιότερων σχεδίων της «πολιτοφυλακής», ο Κουίσλιγκ έστρεψε την προσοχή του στη διαγραφόμενη απειλή που αποτελούσαν οι κομμουνιστές.[40] Κατάρτισε μια λίστα με την ηγεσία της Επαναστατικής Συνδικαλιστικής Αντιπολίτευσης, που ήταν οι φερόμενοι υποκινητές στο Μένσταντ, και ορισμένοι από αυτούς κατηγορήθηκαν τελικά για ανατρεπτική δράση και βία κατά της αστυνομίας.[41] Η πολιτική του οδήγησε επίσης στην ίδρυση μόνιμης πολιτοφυλακής που ονομάστηκε Leidang και σε αντίθεση με το σώμα που είχε προγραμματίσει παλαιότερα, θα ήταν αντεπαναστατική. Παρά την άμεση διαθεσιμότητα κατώτερων αξιωματικών στην εφεδρεία μετά τις αμυντικές περικοπές δημιουργήθηκαν μόνο επτά μονάδες το 1934 και οι περιορισμοί χρηματοδότησης περιόρισαν την πολιτοφυλακή σε λιγότερους από χίλιους άνδρες πριν ατονήσει. Κάποια στιγμή την περίοδο 1930–33 η πρώτη σύζυγος του Κουίσλιγκ Ασια, έλαβε ειδοποίηση για την ακύρωση του γάμου τους.[42]
Στα μέσα του 1932 το Nordisk folkereisning i Norge αναγκάστηκε να επιβεβαιώσει ότι παρόλο που ο Κουίσλιγκ παρέμεινε στο υπουργικό συμβούλιο, δεν θα γινόταν μέλος του κόμματος. Δήλωσε επίσης ότι το κομματικό πρόγραμμα δεν είχε καμία βάση στον φασισμό οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό δεν μείωσε την κριτική για τον Κουίσλιγκ, που παρέμενε διαρκώς στα πρωτοσέλιδα, αν και κέρδιζε σταδιακά τη φήμη του πειθαρχημένου και αποτελεσματικού κυβερνητικού στελέχους.[43] Αφού δέχθηκε επίθεση στο γραφείο του με μαχαίρι από κάποιον, που του έριξε πιπέρι στο πρόσωπο στις 2 Φεβρουαρίου 1932, μερικές εφημερίδες, αντί να επικεντρωθούν στην ίδια την επίθεση, υποστήριξαν ότι δράστης ήταν ο ζηλιάρης σύζυγος μιας από τις καθαρίστριές του. Άλλοι, ειδικά εκείνοι που ευθυγραμμίστηκαν με το Εργατικό Κόμμα, υποστήριξαν ότι το όλο συμβάν είχε σκηνοθετηθεί.[44] Τον Νοέμβριο του 1932 ο Εργατικός πολιτικός Γιόχαν Νύγκαρντσβολντ παρουσίασε αυτή τη θεωρία στο Κοινοβούλιο [45], προτείνοντας να απαγγελθούν εναντίον του κατηγορίες για συκοφαντία, πράγμα που δεν έγινε [46] και ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε η ταυτότητα του επιτιθέμενου. Ο Κουίσλιγκ αργότερα ανέφερε ότι ήταν μια απόπειρα κλοπής στρατιωτικών εγγράφων που άφησε πρόσφατα ο Σουηδός αντισυνταγματάρχης Βίλχελμ Κλέεν. Η λεγόμενη «υπόθεση πιπεριού» λειτούργησε πολωτικά στη γνώμη για τον Κουίσλιγκ και οι κυβερνητικοί φόβοι αυξήθηκαν εύλογα σχετικά με ανοιχτά σοβιετικά στοιχεία στη Νορβηγία που δραστηριοποιούντο στην πρόκληση ταραχών στη βιομηχανία.[47]
Μετά τον θάνατο του Κόλσταντ τον Μάρτιο του 1932 ο Κουίσλιγκ διατήρησε τη θέση του ως υπουργός Άμυνας στη δεύτερη Αγροτική κυβέρνηση υπό τον Γενς Χούντσεϊντ για πολιτικούς λόγους, αν και παρέμειναν σε οξεία αντιπαράθεση.[48] Οπως και με τον Κόλσταντ ο Κουίσλιγκ συμμετείχε σε πολλές από τις διαμάχες που χαρακτήριζαν την κυβέρνηση του Χούντσεϊντ.[49] Στις 8 Απριλίου εκείνου του έτους ο Κουίσλιγκ είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του για την "υπόθεση πιπεριού" στο Κοινοβούλιο, αλλά αντ 'αυτού το χρησιμοποίησε ως ευκαιρία για να επιτεθεί στο Εργατικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, υποστηρίζοντας ότι μέλη τους που κατονόμασε ήταν εγκληματίες και «εχθροί της πατρίδας μας και του λαού μας». Η υποστήριξη προς τον Κουίσλιγκ από δεξιά στοιχεία της νορβηγικής κοινωνίας εκτοξεύθηκε εκείνο το βράδυ και 153 διακεκριμένοι υπογράφοντες ζήτησαν να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του. Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες Νορβηγοί και το καλοκαίρι του Κουίσλιγκ ήταν γεμάτο ομιλίες σε κατάμεστες πολιτικές συγκεντρώσεις. Ωστόσο στο Κοινοβούλιο η ομιλία του θεωρήθηκε πολιτική αυτοκτονία, όχι μόνο γιατί τα στοιχεία του ήταν αδύναμα, αλλά τέθηκαν ερωτήματα γιατί οι πληροφορίες δεν είχαν παραδοθεί πολύ νωρίτερα αν η επαναστατική απειλή ήταν τόσο σοβαρή.
Δημοφιλής κομματικός ηγέτης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1932 και το 1933,η επιρροή του Πρυτς στη Nordere folkereisning i Norge εξασθένησε και τον ηγετικό ρόλο ανέλαβε ο δικηγόρος Γιόχαν Μπέρνχαρντ Χγιορτ. Ο Χγιορτ ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τον Κουίσλιγκ λόγω της πρόσφατης δημοτικότητάς του και σχεδίασαν ένα νέο πρόγραμμα δεξιών πολιτικών, όπως η απαγόρευση των επαναστατικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρηματοδοτούντο από ξένα σώματα όπως η Κομιντέρν, η αναστολή του δικαιωμάτος ψήφου για τους ανθρώπους που λάβαιναν κοινωνικά επιδόματα, η ελάφρυνση των αγροτικών χρεών και έλεγχος των δημόσιων οικονομικών.[50] Το 1932, με την υπόθεση Κούλμαν, ο Κουίσλιγκ στράφηκε κατά του πρωθυπουργού επειδή αμφισβητούσε τη σκληρή του στάση απέναντι στον ειρηνιστή ακτιβιστή Πλοίαρχο Ολαφ Κούλμαν. Σε ένα μνημόνιο, όπου εξέθετε τις προτάσεις του για οικονομική και κοινωνική μεταρρύθμιση και που μοιράστηκε σε όλο το υπουργικό συμβούλιο, καλούσε τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί.[51] Καθώς η κυβέρνηση άρχισε να καταρρέει, η προσωπική δημοτικότητα του Κουίσλιγκ έφτασε σε νέα ύψη. Αναφέρθηκε ως "άνθρωπος της χρονιάς" και υπήρχαν προσδοκίες για επικείμενη εκλογική επιτυχία.
Παρά το νέο πρόγραμμα μερικοί από τον κύκλο του Κουίσλιγκ εξακολουθούσαν να ευνοούν ένα υπουργικό πραξικόπημα. Αργότερα είπε ότι είχε ακόμη σκεφτεί και τη χρήση βίας για την ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά στα τέλη Φεβρουαρίου ήταν το Φιλελεύθερο Κόμμα που τους ανέτρεψε. Με τη βοήθεια των Χγιορτ και Πρυτς η Nordisk folkereisning i Norge έγινε γρήγορα πολιτικό κόμμα, το Nasjonal Samling, ή NS, επί λέξει «Εθνική Ενότητα», έτοιμο να συμμετάσχει στις προσεχείς εκλογές του Οκτωβρίου. Ο Κουίσλιγκ ήταν ελαφρώς απογοητευμένος και θα προτιμούσε να ηγηθεί ενός εθνικού κινήματος, όχι μόνο ενός από τα επτά πολιτικά κόμματα. Το Nasjonal Samling σύντομα ανακοίνωσε ότι θα υποστήριζε υποψηφίους από άλλα κόμματα, αν αυτοί υποστήριζαν τον βασικό στόχο του «να δημιουργήσει μια ισχυρή και σταθερή εθνική κυβέρνηση ανεξάρτητη από τη συνηθισμένη κομματική πολιτική». Αν και δεν είχε μεγάλη επιτυχία στο ήδη γεμάτο πολιτικό φάσμα, το κόμμα κέρδισε σταδιακά υποστήριξη. Με την εμπνευσμένη από τους Ναζί πίστη του στην κεντρική εξουσία ενός ισχυρού Φύρερ, καθώς και τα ισχυρά προπαγανδιστικά στοιχεία του, κέρδισε την πολλών μεταξύ των ανώτερων τάξεων του Όσλο και άρχισε να δίνει την εντύπωση ότι πίσω του βρισκόταν το "μεγάλο χρήμα".[52]
Η ισχυρή υποστήριξη υλοποιήθηκε επίσης όταν η Bygdefolkets Krisehjelp, η Νορβηγική Ένωση Αγροτικής Αρωγής, ζήτησε οικονομική βοήθεια από το Nasjonal Samling, που με τη σειρά του κέρδισε πολιτική επιρροή και ένα χρήσιμο υπάρχον δίκτυο καλά εκπαιδευμένων κομματικών στελεχών. Ωστόσο το κόμμα του Κουίσλιγκ δεν ηγήθηκε ποτέ ενός μεγάλου αντισοσιαλιστικού συνασπισμού, εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού με το Συντηρητικό Κόμμα για τις δεξιές ψήφους.[53] Αν και ο Κουίσλιγκ δεν μπορούσε να επιδείξει ρητορικές ικανότητες, η φήμη του για το σκάνδαλο εξασφάλισε τη γνωστοποίηση στο εκλογικό σώμα της ύπαρξης του Nasjonal Samling. Έτσι το κόμμα παρουσίασε μόνο μέτρια επιτυχία στις εκλογές του Οκτωβρίου, με 27.850 ψήφους - περίπου 2 % του συνόλου, και περίπου 3,5 % σε εκλογικές περιφέρειες όπου κατέβασε υποψήφιους. Αυτό το κατέστησε το πέμπτο μεγαλύτερο κόμμα στη Νορβηγία, ξεπερνώντας το Κομμουνιστικό, αλλά όχι το Συντηρητικό, το Εργατικό, το Φιλελεύθερο και το Αγροτικό, και δεν κατάφερε να εξασφαλίσει έδρα στο Κοινοβούλιο.[54]
Φύρερ ενός κόμματος σε παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από τα συντριπτικά αποτελέσματα των εκλογών η στάση του Quisling για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς σκλήρυνε. Μια τελική προσπάθεια σχηματισμού ενός συνασπισμού της δεξιά τον Μάρτιο του 1934 δεν έφερε αποτέλεσμα και από τα τέλη του 1933 το Nasjonal Samling του Κουίσλιγκ είχε αρχίσει να χαράζει τη δική του μορφή εθνικοσοσιαλισμού. Χωρίς ηγέτη στο Κοινοβούλιο, ωστόσο, το κόμμα προσπάθησε να εισαγάγει το νομοσχέδιο συνταγματικής μεταρρύθμισης που απαιτείτο για την επίτευξη των υψηλών φιλοδοξιών του. Όταν ο Κουίσλιγκ προσπάθησε να εισαγάγει το νομοσχέδιο απευθείας, απορρίφθηκε γρήγορα [55] και το κόμμα αποδυναμώθηκε. Το καλοκαίρι του 1935 τα πρωτοσέλιδα παρουσίαζαν τον Κουίσλιγκ να λέει στους αντιπάλους ότι "θα πέσουν κεφάλι" μόλις πάρει την εξουσία. Η απειλή έβλαψε ανεπανόρθωτα την εικόνα του κόμματός του και τους επόμενους μήνες παραιτήθηκαν αρκετά υψηλόβαθμα μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Κάι Φίελ και του αδελφού του Κουίσλιγκ Γέργκεν.[56]
Ο Κουίσλιγκ άρχισε να εξοικειώνεται με το διεθνές φασιστικό κίνημα, παρακολουθώντας τη Φασιστική διάσκεψη του Μοντρέ τον Δεκέμβριο του 1934. Για το κόμμα του η σχέση με τον ιταλικό φασισμό δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή, τόσο σύντομα μετά τα πρωτοσέλιδα για παράνομες ιταλικές επιδρομές στην Αβυσσινία.[57] Στο ταξίδι επιστροφής του από το Μοντρέ συναντήθηκε με τον Ναζί ιδεολόγο και θεωρητικό της εξωτερικής πολιτικής Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και, παρόλο που προτίμησε να δει τις δικές του πολιτικές ως σύνθεση του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού, κατά τις εκλογές του 1936 ο Κουίζλινγκ είχε γίνει εν μέρει ο «Νορβηγός Χίτλερ», που οι αντίπαλοί του επί μακρόν τον κατηγορούσαν ότι ήταν.[58] Εν μέρει αυτό οφειλόταν στη σκληρή αντισημιτική στάση του, που συσχέτιζε τον Ιουδαϊσμό με τον Μαρξισμό, τον φιλελευθερισμό και, όλο και περισσότερο, με οτιδήποτε άλλο θεωρούσε απαράδεκτο, και εν μέρει στην αυξανόμενη ομοιότητας του Nasjonal Samling με το Γερμανικό Ναζιστικό Κόμμα. Παρόλο που έλαβε μια απροσδόκητη ώθηση όταν η Νορβηγική κυβέρνηση δέχθηκε το σοβιετικό αίτημα για σύλληψη του Λέων Τρότσκι, η εκλογική εκστρατεία του κόμματος δεν κέρδισε ποτέ δυναμική. Παρόλο που ο Κουίσλιγκ πίστευε ειλικρινά ότι είχε την υποστήριξη περίπου 100.000 ψηφοφόρων και δήλωσε στο κόμμα του ότι θα κέρδιζε σίγουρα τουλάχιστον δέκα έδρες, το Nasjonal Samling κατάφερε να πάρει μόνο 26.577 ψήφους, λιγότερες από το 1933, όταν είχε υποψηφίους μόνο στις μισές περιφέρειες.[59][60] Κάτω από αυτήν την πίεση το κόμμα διασπάστηκε, με τον Χγιορτ να ηγείται της αποσχισμένης ομάδας. Αν και λιγότερα από πενήντα μέλη έφυγαν αμέσως, πολλά άλλα αποχώρησαν το 1937.[61]
Η μείωση των κομματικών μελών δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Κουίσλιγκ, ειδικά οικονομικά. Για χρόνια αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και βασιζόταν στην κληρονομιά του, ενώ όλο και περισσότεροι πίνακες του αποδείχθηκαν αντίγραφα όταν προσπάθησε να τους πουλήσει. Ο Βίντκουν και ο αδερφός του Αρνε πούλησαν ένα πίνακα του Φρανς Χαλς για μόλις τέσσερις χιλιάδες δολάρια, πιστεύοντας ότι είναι αντίγραφο και όχι το πρωτότυπο των πενήντα χιλιάδων δολαρίων που κάποτε πίστευαν ότι ήταν, για να τον δουν να αναταξινομείται ως πρωτότυπο και να επανεκτιμάται στις εκατό χιλιάδες δολάρια. Στις δύσκολες συνθήκες της Μεγάλης Ύφεσης ακόμη και τα πρωτότυπα δεν ανέκαμψαν όσο έλπιζε ο Κουίσλιγκ.[62] Η απογοήτευσή του με τη νορβηγική κοινωνία ενισχύθηκε από τις ειδήσεις για την προγραμματισμένη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1938, που θα παράτεινε την κοινοβουλευτική περίοδο από τρία σε τέσσερα χρόνια με άμεση εφαρμογή, μια κίνηση που αντέκρουε έντονα.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έλευση του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1939 ο Κουίσλιγκ έστρεψε την προσοχή του στις προετοιμασίες της Νορβηγίας για τον αναμενόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο, που πίστευε ότι απαιτούσε δραστική αύξηση των αμυντικών δαπανών της χώρας για να εγγυηθεί την ουδετερότητά της. Εν τω μεταξύ έδινε διαλέξεις με τίτλο "Το εβραϊκό πρόβλημα στη Νορβηγία" [63] και υποστήριξε τον Αδόλφο Χίτλερ σε αυτό που φαινόταν ως καλλιεργούμενη μελλοντική σύγκρουση. Παρά την καταδίκη της Νύχτας των Κρυστάλλων έστειλε στον Γερμανό ηγέτη ένα χαιρετισμό για τα πεντηκοστά γενέθλιά του, ευχαριστώντας τον για τη «διάσωση της Ευρώπης από τον μπολσεβικισμό και την εβραϊκή κυριαρχία».[64] Ο Κουίσλιγκ ισχυρίστηκε επίσης ότι αν μια αγγλορωσική συμμαχία καθιστούσε αδύνατη την ουδετερότητα, η Νορβηγία θα έπρεπε «να πάει με τη Γερμανία».[65] Προσκεκλημένος στη χώρα το καλοκαίρι του 1939, ξεκίνησε μια περιοδεία σε διάφορες γερμανικές και δανικές πόλεις. Έγινε δεκτός ιδιαίτερα θερμά στη Γερμανία, που του υποσχέθηκε κεφάλαια για να ενισχύσει τη θέση του Nasjonal Samling στη Νορβηγία και, ως εκ τούτου, προκαλώντας φιλοναζιστικά αισθήματα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ένιωσε δικαιωμένος, τόσο από το γεγονός όσο και από την άμεση υπεροχή που επέδειξε ο Γερμανικός στρατός. Έμεινε εξωτερικά πεπεισμένος ότι, παρά το μέγεθός του, το κόμμα του θα γινόταν σύντομα το κέντρο της πολιτικής προσοχής.
Τους επόμενους εννέα μήνες ο Κουίσλιγκ συνέχισε να ηγείται ενός κόμματος που ήταν στην καλύτερη περίπτωση στο περιθώριο της νορβηγικής πολιτικής. Ωστόσο ήταν ενεργός και τον Οκτώβριο του 1939 συνεργάστηκε με τον Πρυτς σε ένα τελικά αποτυχημένο σχέδιο ειρήνης μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας και την τελική συμμετοχή τους σε μια νέα οικονομική ένωση. Σκεπτόταν επίσης τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία έπρεπε να προχωρήσει στην επίθεση εναντίον της συμμάχου της, Σοβιετικής Ένωσης, και στις 9 Δεκεμβρίου ταξίδεψε στη Γερμανία για να παρουσιάσει τα πολύπλευρα σχέδιά του.[66] Αφού εντυπωσίασε τους Γερμανούς αξιωματούχους, εξασφάλισε μια ακρόαση του ίδιου του Χίτλερ, που είχε προγραμματιστεί για τις 14 Δεκεμβρίου, οπότε έλαβε σταθερές συμβουλές από τις επαφές του ότι το πιο χρήσιμο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να ζητήσει τη βοήθεια του Χίτλερ για ένα φιλογερμανικό πραξικόπημα στη Νορβηγία, που θα επέτρεπε στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως ναυτική βάση. Στη συνέχεια η Νορβηγία θα διατηρούσε την επίσημη ουδετερότητα όσο το δυνατόν περισσότερο και τελικά η χώρα θα περνούσε υπό γερμανικό παρά βρετανικό έλεγχο.[67]. Δεν είναι σαφές πόσο πολύ κατανοούσε ο ίδιος ο Κουίσλιγκ τις στρατηγικές συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης και αντ 'αυτού βασίστηκε στον μελλοντικό υπουργό Εσωτερικών του, Αλμπερτ Χάγκελιν, που μιλούσε άπταιστα γερμανικά, για να θέσει τα σχετικά επιχειρήματα στους Γερμανούς αξιωματούχους στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια συνομιλιών πριν από τη συνάντηση, παρόλο που ο Χάγκελιν ήταν επιρρεπής σε καταστροφικές υπερβολές κατά καιρούς.[68] Ο Κουίσλιγκ και οι γερμανικές επαφές του χωρίστηκαν μάλλον με τελείως διαφορετικές απόψεις για το αν είχαν συμφωνήσει για την αναγκαιότητα μιας γερμανικής εισβολής.[69]
Στις 14 Δεκεμβρίου 1939 ο Κουίσλιγκ γνώρισε τον Χίτλερ. Ο Γερμανός ηγέτης υποσχέθηκε να αντιδράσει σε οποιαδήποτε βρετανική εισβολή στη Νορβηγία, ίσως προληπτικά, με μια γερμανική αντεπίθεση, αλλά βρήκε τα σχέδια του Κουίσλιγκ τόσο για ένα νορβηγικό πραξικόπημα όσο και για μια αγγλογερμανική ειρήνη υπερβολικά αισιόδοξη. Παρ 'όλα αυτά ο Κουίσλιγκ θα εξακολουθούσε να λαμβάνει κεφάλαια για την ενίσχυση του Nasjonal Samling. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν ξανά τέσσερις ημέρες αργότερα, και στη συνέχεια ο Κουίσλιγκ έγραψε ένα υπόμνημα που έλεγε ρητά στον Χίτλερ ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του Εθνικόσοσιαλιστή. Ενώ οι γερμανικές μηχανορραφίες συνεχίζονταν ο Κουίσλιγκ κρατιόταν σκόπιμα στο σκοτάδι. Ήταν επίσης εξασθενημένος από μια σοβαρή κρίση, πιθανώς νεφρίτιδας και στα δύο νεφρά, για την οποία αρνήθηκε να νοσηλευτεί. Αν και επέστρεψε στην εργασία του στις 13 Μαρτίου 1940, παρέμεινε άρρωστος για αρκετές εβδομάδες.[70] Εν τω μεταξύ το περιστατικό Αλτμαρκ (στα χωρικά ύδατα της Νορβηγίας μεταξύ βρετανικών καταδρομικών και γερμανικού τάνκερ, που μετέφερε Βρετανούς αιχμαλώτους) περιέπλεξε τις προσπάθειες της Νορβηγίας να διατηρήσει την ουδετερότητά της. Ο ίδιος ο Χίτλερ αμφέβαλλε για το κατά πόσον μια κατάληψη της Νορβηγίας έπρεπε να απαιτήσει πρόσκληση από τη Νορβηγική κυβέρνηση. Τέλος ο Κουίσλιγκ έλαβε πρόσκληση στις 31 Μαρτίου και ταξίδεψε απρόθυμα στην Κοπεγχάγη για να συναντηθεί με τους Ναζί αξιωματικούς πληροφοριών που του ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με την άμυνα και τα αμυντικά πρωτόκολλα της Νορβηγίας. Επέστρεψε στη Νορβηγία στις 6 Απριλίου και στις 8 Απριλίου ξεκίνησε η βρετανική Επιχείρηση Ουίλφρεντ (ναρκοθέτηση των στενών μεταξύ της Νορβηγίας και των παράκτιων νησιών της για να αποφευχθεί η μεταφορά σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος μέσω των ουδέτερων νορβηγικών υδάτων για τον εφοδιασμό της Γερμανίας), βάζοντας τη Νορβηγία στον πόλεμο. Με τις συμμαχικές δυνάμεις στη Νορβηγία ο Κουίσλιγκ ανέμενε μια άμεση γερμανική απάντηση.[71]
Γερμανική εισβολή και πραξικόπημα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βλέπε επίσης: καθεστώς Quisling § 1940 πραξικόπημα Τις πρώτες ώρες της 9ης Απριλίου 1940 η Γερμανία εισέβαλε στη Νορβηγία από αέρα και θάλασσα με την «Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ», με σκοπό να συλλάβει τον Βασιλιά Χάακον Ζ΄ της Νορβηγίας και την κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Γιόχαν Νύγκαρντσβολντ. Ωστόσο, σε εγρήγορση για την πιθανότητα εισβολής, ο Συντηρητικός Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Κ.Γ. Χάμπρο οργάνωσε τη μεταφορά τους στο Χάμαρ στα ανατολικά της χώρας.[72] Το Blücher, ένα γερμανικό καταδρομικό, που μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού που προοριζόταν να αναλάβει τη διοίκηση της Νορβηγίας, βυθίστηκε με πυροβόλα και τορπίλες από το Φρούριο Οσκαρσμποργκ στο Οσλοφιορδ. Οι Γερμανοί περίμεναν κυβέρνηση να παραδοθεί και να ετοιμάσει την αντικατάστασή της, πράγμα που δεν συνέβη, αλλά η εισβολή συνεχίστηκε. Μετά από ώρες συζήτησης ο Κουίσλιγκ και οι Γερμανοί ομόλογοι του αποφάσισαν ότι ήταν απαραίτητο ένα άμεσο πραξικόπημα, αν και αυτό δεν ήταν η προτιμώμενη επιλογή ούτε του πρεσβευτή της Γερμανίας Κουρτ Μπρόγιερ ούτε του Γερμανού Υπουργείου Εξωτερικών.[73]
Το απόγευμα ανακοινώθηκε στον Κουίσλιγκ από τον Γερμανό σύνδεσμο Χανς-Βίλχελμ Σάιντ ότι αν σχημάτιζε κυβέρνηση, θα είχε την προσωπική έγκριση του Χίτλερ. Ο Κουίσλιγκ κατάρτισε έναν κατάλογο υπουργών και, παρόλο που είχε μόλις μετακινηθεί περίπου 150 χιλιόμετρα στο Ελβερουμ, κατηγόρησε τη νόμιμη κυβέρνηση ότι «διέφυγε».
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί κατέλαβαν το Όσλο και στις 17:30 το Νορβηγικό ραδιόφωνο σταμάτησε να εκπέμπει μετά από αίτημα των δυνάμεων κατοχής.[74] Με γερμανική υποστήριξη, περίπου στις 19:30, ο Κουίσλιγκ μπήκε στα στούντιο του NRK στο Όσλο και ανακοίνωσε τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης με τον ίδιο ως πρωθυπουργό. Ανακάλεσε επίσης μια προηγούμενη εντολή επιστράτευσης ενάντια στη γερμανική εισβολή.[74][75] Όμως ακόμη στερείτο νομιμότητας. Δύο διαταγές του - η πρώτη σε έναν φίλο του στον στρατό (τον Συνταγματάρχη Χανς Σόμερφελντ Χιορθ, διοικητή του συντάγματος στο Ελβερουμ [76])) να συλλάβει την κυβέρνηση και η δεύτερη στον αρχηγό της αστυνομίας του Όσλο - αγνοήθηκαν. Στις 22:00 ο Κουίσλιγκ επανέλαβε τη ραδιοφωνική μετάδοση, επαναλαμβάνοντας το προηγούμενο μήνυμά του και διάβασε έναν κατάλογο νέων υπουργών. Ο Χίτλερ προσέφερε την υποστήριξή του, όπως υποσχέθηκε, και αναγνώρισε τη νέα Νορβηγική κυβέρνηση υπό τον Κουίσλιγκ εντός 24 ωρών. Οι νορβηγικές πυροβολαρχίες εξακολουθούσαν να βάλλουν κατά της Γερμανικής δύναμης εισβολής και στις 03:00 στις 10 Απριλίου ο Κουίσλιγκ δέχτηκε ένα γερμανικό αίτημα για διακοπή της αντίστασης του φρουρίου της Μπόλερνε. [nb 1][78] Λόγω ενεργειών όπως αυτές υποστηρίχτηκε τότε ότι η κατάληψη της εξουσίας από τον Κουίσλιγκ με μια κυβέρνηση-μαριονέτα ήταν μέρος του γερμανικού σχεδίου.[79]
Ο Κουίσλιγκ έφτασε τώρα στο απόγειο της πολιτικής του ισχύος. Στις 10 Απριλίου ο Μπρόγιερ ταξίδεψε στο Έλβερουμ όπου έδρευε η νόμιμη κυβέρνηση Νύγκαρντσβολντ. Με εντολή του Χίτλερ ζήτησε από τον Βασιλιά Χάακον να διορίσει τον Κουίσλιγκ επικεφαλής μιας νέας κυβέρνησης, εξασφαλίζοντας έτσι την ειρηνική μετάβαση της εξουσίας, αίτημα που ο Χάακον απέρριψε.[80] Προχώρησε περαιτέρω σε μια συνάντηση με το υπουργικό συμβούλιο του, ενημερώνοντάς το ότι προτιμούσε να παραιτηθεί παρά να διορίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κουίσλιγκ. Αφού τον άκουσε η κυβέρνηση ψήφισε ομόφωνα να υποστηρίξει τη στάση του βασιλιά [81] και κάλεσε τον λαό να συνεχίσει την αντίστασή του. Χωρίς λαϊκή υποστήριξη ο Κουίσλιγκ έπαψε να είναι χρήσιμος για τον Χίτλερ. Η Γερμανία απέσυρε την υποστήριξή της προς την αντίπαλη κυβέρνησή του, προτιμώντας να δημιουργήσει τη δική της ανεξάρτητη κυβερνητική επιτροπή. Με αυτό τον τρόπο ο Κουίσλιγκ απομακρύνθηκε από την εξουσία από τον Μπρόγιερ και από έναν συνασπισμό των πρώην συμμάχων του, συμπεριλαμβανομένου του Χγιορτ, που τον θεωρούσαν πλέον ως παθητικό. Ακόμη και οι πολιτικοί του σύμμαχοι, συμπεριλαμβανομένου του Πρυτς, τον εγκατέλειψαν.
Σε αντάλλαγμα ο Χίτλερ έγραψε στον Κουίσλιγκ ευχαριστώντας τον για τις προσπάθειές του και του εξασφάλισε κάποια θέση στη νέα κυβέρνηση. Η μεταβίβαση εξουσίας με αυτούς τους όρους έγινε επίσημα στις 15 Απριλίου, με τον Χίτλερ να εξακολουθεί να πιστεύει ότι το Διοικητικό του Συμβούλιο θα λάβαινε την υποστήριξη του βασιλιά.[82] Η εγχώρια και η διεθνής φήμη του Κουίσλιγκ έφτασαν σε νέα χαμηλά, καθώς τον απέρριπταν τόσο ως προδότη όσο και ως αποτυχημένο.[83]
Επικεφαλής της κυβέρνησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τη στιγμή ο βασιλιάς κήρυξε παράνομη τη γερμανική επιτροπή, κατέστη σαφές ότι ποτέ δεν θα το κέρδιζε και ανυπόμονος Χίτλερ διόρισε ένα Γερμανό, τον Γιόζεφ Τέρμποβεν, ως νέο Νορβηγό Reichskommissar, ή Γενικό Κυβερνήτη, στις 24 Απριλίου, που αναφερόταν απευθείας στον ίδιο. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Χίτλερ ο Τέρμποβεν ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα υπήρχε χώρος στην κυβέρνηση για το Nasjonal Samling ούτε για τον αρχηγό του Κουίσλιγκ, με τον οποίο δεν τα πήγαινε καλά.[84] Ο Τέρμποβεν τελικά δέχτηκε μια ορισμένη παρουσία του Nasjonal Samling στην κυβέρνηση τον Ιούνιο, αλλά παρέμεινε αμετάπειστος για τον Κουίσλιγκ. Έτσι στις 25 Ιουνίου ανάγκασε τον Κουίσλιγκ να παραιτηθεί από ηγέτης του Nasjonal Samling και να λάβει προσωρινή άδεια απουσίας στη Γερμανία. Ο Κουίσλιγκ παρέμεινε εκεί μέχρι τις 20 Αυγούστου, ενώ ο Ρόζενμπεργκ και ο Ναύαρχος Έριχ Ραίντερ, που τους είχε συναντήσει κατά την προηγούμενη επίσκεψή του στο Βερολίνο, διαπραγματεύθηκαν για λογαριασμό του. Στο τέλος ο Κουίσλιγκ επέστρεψε «θριαμβευτικά», έχοντας κερδίσει τον Χίτλερ σε μια συνάντηση στις 16 Αυγούστου. Ο Reichskommissar έπρεπε να δεχθεί τον Κουίσλιγκ ως αρχηγό της κυβέρνησης και, στη συνέχεια, να του επιτρέψει να επανιδρύσει το Nasjonal Samling και να φέρει περισσότερους δικούς του στο υπουργικό συμβούλιο. Ο Τέρμποβεν συμμορφώθηκε και απευθύνθηκε στον νορβηγικό λαό σε μια ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία ανακοίνωσε ότι το Nasjonal Samling θα ήταν το μόνο επιτρεπόμενο πολιτικό κόμμα.[85]
Έτσι στα τέλη του 1940 η μοναρχία είχε ανασταλεί, αν και παρέμενε το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας και ένα σώμα σαν υπουργικό συμβούλιο. Το Nasjonal Samling, το μόνο φιλογερμανικό κόμμα, θα αναπτυσσόταν αλλά το Reichskommissariat του Τέρμποβεν θα διατηρούσε την εξουσία εν τω μεταξύ. Ο Κουίσλιγκ θα λειτουργούσε ως πρωθυπουργός και δέκα από τους δεκατρείς υπουργούς του «υπουργικού συμβουλίου»θα προέρχονταν από το κόμμα του.[86] Ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εξάλειψης των «καταστρεπτικών αρχών της Γαλλικής Επανάστασης», συμπεριλαμβανομένου του πλουραλισμού και της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Αυτό έφτασε και στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπου οι δήμαρχοι που μεταστράφηκαν και δήλωσαν υπακοή στο Nasjonal Samling ανταμείφθηκαν με πολύ μεγαλύτερες εξουσίες. Εγιναν επενδύσεις σε αυστηρά λογοκρινόμενα πολιτιστικά προγράμματα, αν και ο Τύπος παρέμεινε θεωρητικά ελεύθερος. Για να ενισχυθούν οι πιθανότητες επιβίωσης του σκανδιναβικού γονότυπου, η αντισύλληψη περιορίστηκε αυστηρά.[87] Το κόμμα του Κουίσλιγκ γνώρισε αύξηση της συμμετοχής σε λίγο πάνω από 30.000, αλλά παρά την αισιοδοξία του δεν επρόκειτο ποτέ να περάσει το 40.000.[88]
Στις 5 Δεκεμβρίου 1940 ο Κουίσλιγκ πέταξε στο Βερολίνο για να διαπραγματευτεί το μέλλον της ανεξαρτησίας της Νορβηγίας. Οταν επέστρεψε στις 13 Δεκεμβρίου είχε συμφωνήσει να συγκεντρώσει εθελοντές για να πολεμήσουν με τα γερμανικά Σούτσσταφφελ (SS). Τον Ιανουάριο ο επικεφαλής των SS Χάινριχ Χίμλερ ταξίδεψε στη Νορβηγία για να επιβλέπει τις προετοιμασίες. Ο Κουίσλιγκ πίστευε σαφώς ότι αν η Νορβηγία υποστήριζε τη Ναζιστική Γερμανία στα πεδία των μαχών, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος για τη Γερμανία να την προσαρτήσει. Για τον σκοπό αυτό αντιτάχθηκε στα σχέδια να εγκατασταθεί στη Νορβηγία μια Γερμανική ταξιαρχία των SS πιστή μόνο στον Χίτλερ. Παράλληλα σκλήρυνε επίσης τη στάση του απέναντι στη χώρα που φιλοξενούσε τον εξόριστο βασιλιά, το Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν έβλεπε πλέον ως σκανδιναβικό σύμμαχο. Τέλος ευθυγράμμισε τη νορβηγική πολιτική για τους Εβραίους με εκείνη της Γερμανίας, εκφωνώντας ομιλία στη Φρανκφούρτη στις 26 Μαρτίου 1941, με την οποία υποστήριξε την υποχρεωτική εξορία, αλλά προειδοποίησε κατά της εξόντωσης.[89]
Τον Μάιο ο Κουίσλιγκ κλονίστηκε από τον θάνατο της μητέρας του Άννας, καθώς οι δύο τους ήταν πολύ κοντά. Ταυτόχρονα η πολιτική κρίση για τη νορβηγική ανεξαρτησία βάθαινε, με τον Κουίσλιγκ να απειλεί τον Τέρμποβεν με την παραίτησή του για τα οικονομικά. Τελικά ο Reichskommissar συμφώνησε να συμβιβαστεί, αλλά ο Κουίσλιγκ αναγκάστηκε να συμβιβαστεί στο ζήτημα των SS: Δημιουργήθηκε μια ταξιαρχία, αλλά ως κλάδος του Nasjonal Samling.
Εν τω μεταξύ η κυβερνητική γραμμή σκλήρυνε, με τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος να συλλαμβάνονται και τους συνδικαλιστές να εκφοβίζονται. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1941 εκτελέστηκαν ο Βίγκο Χάνστεεν (δικηγόρος) και ο Ρολφ Βίκστρομ και πολλοί άλλοι φυλακίστηκαν μετά την απεργία για το γάλα στο Όσλο. Η εκτέλεση του Χάνστεεν θεωρήθηκε αργότερα ως σημείο καμπής, χωρίζοντας την κατοχή στην πιο αθώα και στην πιο αιματηρή φάση της. από την κυβέρνηση Την ίδια χρονιά η Statspolitiet ("Κρατική Αστυνομία"), που είχε καταργηθεί το 1937, επανιδρύθηκε για να βοηθήσει την Γκεστάπο στη Νορβηγία και κατασχέθηκαν ραδιόφωνα σε όλη τη χώρα. Αν και αυτές ήταν όλες αποφάσεις του Τέρμποβεν, ο Κουίσλιγκ συμφώνησε και συνέχισε να καταγγέλλει την εξόριστη κυβέρνηση ως «προδότες». Αποτέλεσμα της σκληρότερης στάσης ήταν να προκύψει ένα άτυπο «μέτωπο πάγου», με τους υποστηρικτές του Nasjonal Samling να εξοστρακίζονται από την κοινωνία.[90] Ο Κουίσλιγκ παρέμεινε πεπεισμένος ότι αυτό ήταν ένα αντιγερμανικό αίσθημα που θα εξαφανιζόταν όταν το Βερολίνο θα παρέδιδε την εξουσία στο Nasjonal Samling. Ωστόσο οι μόνες παραχωρήσεις που κέρδισε το 1941 ήταν οι επικεφαλής των υπουργείων να προαχθούν σε επίσημους υπουργούς της κυβέρνησης και την ανεξαρτησία της γραμματείας του κόμματος.[91]
Τον Ιανουάριο του 1942 ο Τέρμποβεν ανακοίνωσε ότι η Γερμανική διοίκηση θα τερματιστεί. Λίγο αργότερα είπε στον Κουίσλιγκ ότι ο Χίτλερ ενέκρινε τη μεταβίβαση εξουσίας, που προγραμματίστηκεγια τις 30 Ιανουαρίου. Ο Κουίσλιγκ εξακολουθούσε να αμφιβάλει αν αυτό θα συνέβαινε, δεδομένου ότι η Γερμανία και η Νορβηγία ήταν σε περίπλοκες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, που δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν έως ότου επιτευχθεί ειρήνη στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ ο Τέρμποβεν επέμενε ότι το Reichskommissariat θα παρέμενε στην εξουσία έως ότου επιτευχθεί αυτή η ειρήνη. Ο Κουίσλιγκ μπορούσε, ωστόσο, να είναι αρκετά σίγουρος ότι η θέση του μέσα στο κόμμα και με το Βερολίνο ήταν απρόσβλητη, ακόμα κι αν δεν ήταν δημοφιλής στη Νορβηγία, κάτι που γνώριζε καλά.[92]
Μετά από μια σύντομη αναβολή έγινε μια ανακοίνωση την 1η Φεβρουαρίου 1942, όπου περιγράφεται λεπτομερώς πώς το υπουργικό συμβούλιο είχε εκλέξει τον Κουίσλιγκ στη θέση του Υπουργού-Προέδρου της εθνικής κυβέρνησης.[93] Ο διορισμός συνοδεύτηκε από συμπόσιο, συγκεντρώσεις και άλλες εκδηλώσεις από τα μέλη του Nasjonal Samling. Στην πρώτη ομιλία του ο Κουίσλιγκ δεσμεύτηκε για στενότερους δεσμούς της κυβέρνησης με τη Γερμανία. Η μόνη αλλαγή στο Σύνταγμα ήταν η επαναφορά της απαγόρευσης της εισόδου Εβραίων στη Νορβηγία, που είχε καταργηθεί το 1851.[94]
Υπουργός Πρόεδρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η νέα του θέση έδωσε στον Κουίσλιγκ μια αίσθηση ασφάλειας που ποτέ δεν είχε προηγουμένως, παρόλο που το Reichskommissariat παρέμεινε εκτός του ελέγχου του. Ένα μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1942, πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στο Βερολίνο. Ήταν ένα παραγωγικό ταξίδι, στο οποίο συζητήθηκαν όλα τα βασικά ζητήματα της νορβηγικής ανεξαρτησίας - αλλά ο Γιόζεφ Γκαίμπελς ιδιαίτερα δεν είχε πειστεί για την αξιοπιστία του Κουίσλιγκ, σημειώνοντας ότι ήταν "απίθανο" να "... γίνει ποτέ σπουδαίος πολιτικός." [95]
Οταν επέστρεψε στη Νορβηγία ο Κουίσλιγκ ανησυχούσε πλέον λιγότερο για τον αριθμό μελών του Nasjonal Samling και μάλιστα ήθελε να εκκαθαρίσει τον κατάλογο των μελών, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισης από μεθύστακες. Στις 12 Μαρτίου 1942 η Νορβηγία έγινε επίσημα μονοκομματικό κράτος. Με την πάροδο του χρόνου η κριτική και η αντίσταση στο κόμμα ποινικοποιήθηκε, αν και ο Κουίσλιγκ εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι έπρεπε να λάβει αυτό το μέτρο, ελπίζοντας ότι κάθε Νορβηγός θα κατέληγε να αποδεχθεί εκούσια την κυβέρνησή του.
Αυτή η αισιοδοξία ήταν βραχύβια. Το καλοκαίρι του 1942 ο Κουίσλιγκ έχασε οποιαδήποτε ικανότητα θα μπορούσε να έχει για να επηρεάσει την κοινή γνώμη, προσπαθώντας να αναγκάσει τα παιδιά να ενταχθούν στην οργάνωση νεολαίας Nasjonal Samlings Ungdomsfylking, που είχε πρότυπό της τη Νεολαία Χίτλερ. Αυτή η κίνηση προκάλεσε μαζική παραίτηση δασκάλων από το επαγγελματικό τους σώμα και κληρικών από τις θέσεις τους, καθώς και μεγάλης κλίμακας αναταραχή στις πόλεις. Η διατύπωση εκ μέρους του κατηγοριών κατά του Επίσκοπου Έιβιντ Μπέργκραβ αποδείχθηκε εξίσου αμφιλεγόμενη, ακόμη και μεταξύ των Γερμανών συμμάχων του. Ο Κουίσλιγκ σκλήρυνε τώρα τη στάση του, λέγοντας στους Νορβηγούς ότι θα τους επέβαλλε το νέο καθεστώς «είτε τους αρέσει είτε όχι». Την 1η Μαΐου 1942 η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση σημείωσε ότι «ξεκίνησε η οργανωμένη αντίσταση κατά του Κουίσλιγκ», με αποτέλεσμα οι ειρηνευτικές συνομιλίες της Νορβηγίας με τη Γερμανία να σταματήσουν.[96] Στις 11 Αυγούστου 1942 ο Χίτλερ ανέβαλε τις περαιτέρω ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κουίσλιγκ επιπλήχθηκε και ενημερώθηκε ότι η Νορβηγία δεν θα είχε την ανεξαρτησία που τόσο πολύ λαχταρούσε. Ως πρόσθετη προσβολή του απαγορεύτηκε για πρώτη φορά να γράφει επιστολές απευθείας στον Χίτλερ.[97]
Ο Κουίσλιγκ είχε πιέσει παλαιότερα για μια εναλλακτική λύση της σύνθεσης του Κοινοβούλιου της Νορβηγίας, του Storting, που ο ίδιος ονόμασε Riksting. Θα περιλάμβανε δύο σώματα, το Næringsting (Οικονομικό Τμήμα) και το Kulturting (Πολιτιστικό Τμήμα). Τώρα, πριν από την όγδοη και τελευταία εθνική σύνοδο του Nasjonal Samling στις 25 Σεπτεμβρίου 1942 και έχοντας γίνει όλο και πιο δύσπιστος για τα επαγγελματικά σώματα, άλλαξε γνώμη. Το Riksting έγινε συμβουλευτικό όργανο ενώ το Førerting, Συμβούλιο του Ηγέτη, και τα κοινοβουλευτικά σώματα θα ήταν τώρα ανεξάρτητα όργανα που υπάγονταν στα αντίστοιχα υπουργεία τους.[98][99]
Μετά το συνέδριο η υποστήριξη προς το Nasjonal Samling και τον Κουίσλιγκ προσωπικά υποχώρησε. Ο αυξανόμενος κομματισμός και προσωπικές απώλειες, όπως ο τυχαίος θάνατος του συναδέλφου πολιτικού Γκούλμπραντ Λούντε, επιδεινώθηκαν από αδέξιες γερμανικές τακτικές, όπως ο πυροβολισμός δέκα επιφανών κατοίκων του Τρέντελαγκ τον Οκτώβριο του 1942. Επιπλέον ο αναδρομικής ισχύος νόμος lex Eilifsen του Αυγούστου του 1943, που επέφερε την πρώτη θανατική ποινή από το καθεστώς, θεωρήθηκε ευρέως ως κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και ένδειξη του αυξανόμενου ρόλου της Νορβηγίας στην Τελική Λύση, κατέστρεψε όλα όσα είχε επιτύχει η σύνοδος, όσον αφορά την ενίσχυση του ηθικού του κόμματος.
Με την υποχώρηση της κυβέρνησης και την προσωπική εμπλοκή του Κουίσλιγκ οι Εβραίοι καταγράφηκαν με γερμανική πρωτοβουλία τον Ιανουάριο του 1942. Στις 26 Οκτωβρίου 1942 οι Γερμανικές δυνάμεις, με τη βοήθεια της Νορβηγικής αστυνομίας, συνέλαβαν 300 καταγεγραμμένους άνδρες Εβραίους στη Νορβηγία και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα περισσότερα στο Μπεργκ (στη Βόρεια Νορβηγία) και επανδρωμένα από τη Hirden, την παραστρατιωτική πτέρυγα του Nasjonal Samling. Παρά τις αντιδράσεις η περιουσία των Εβραίων κατασχέθηκε από το κράτος.
Στις 26 Νοεμβρίου οι κρατούμενοι εκτοπίστηκαν, μαζί με τις οικογένειές τους. Αν και αυτό ήταν μια εντελώς γερμανική πρωτοβουλία - ο ίδιος ο Κουίσλιγκ δεν ενημερώθηκε, παρόλο που παρασχέθηκε κυβερνητική βοήθεια - ο Κουίσλιγκ έκανε το νορβηγικό κοινό να πιστέψει ότι η πρώτη απέλαση των Εβραίων, σε στρατόπεδα στην Πολωνία, ήταν δική του ιδέα. Άλλοι 250 απελάθηκαν τον Φεβρουάριο του 1943 και παραμένει ασαφές ποια ήταν η επίσημη θέση του κόμματος σχετικά με την τελική τύχη των 759 Νορβηγών εκτοπισθέντων. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ο Κουίσλιγκ πίστευε ειλικρινά την επίσημη γραμμή καθ 'όλη τη διάρκεια του 1943 και του 1944 ότι επρόκειτο να επαναπατρισθούν σε μια νέα εβραϊκή πατρίδα στη Μαδαγασκάρη.[100][nb 2]
Ταυτόχρονα ο Κουίσλιγκ πίστευε ότι ο μόνος τρόπος να κερδίσει τον σεβασμό του Χίτλερ θα ήταν να συγκεντρώσει εθελοντές για την παραπαίουσα γερμανική πολεμική προσπάθεια και δέσμευσε ολόψυχα τη Νορβηγία στα γερμανικά σχέδια για διεξαγωγή καθολικού πολέμου.[102] Για αυτόν τουλάχιστον, μετά τη γερμανική ήττα στο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943, η Νορβηγία είχε πλέον ρόλο να παίξει στη διατήρηση ισχυρής της Γερμανικής αυτοκρατορίας. Τον Απρίλιο του 1943 ο Κουίσλιγκ εκφώνησε μια δριμύτατη ομιλία, επιτιθέμενος στην άρνηση της Γερμανίας να περιγράψει τα σχέδιά της για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Όταν το έθεσε προσωπικά στον Χίτλερ, εκείνος παρέμεινε ασυγκίνητος παρά τη συνεισφορά της Νορβηγίας στην πολεμική προσπάθεια. Ο Κουίσλιγκ αισθάνθηκε προδομένος για αυτήν την αναβολή της νορβηγικής ελευθερίας,[103] μια στάση που εξασθένισε μόνο όταν ο Χίτλερ τελικά δεσμεύτηκε για μια ελεύθερη μεταπολεμική Νορβηγία τον Σεπτέμβριο του 1943.[104]
Ο Κουίσλιγκ κουράστηκε τα τελευταία χρόνια του πολέμου. Το 1942 πέρασε 231 νόμους, 166 το 1943 και 139 το 1944. Η κοινωνική πολιτική ήταν ο τομέας που εξακολουθούσε να δίνει σημαντική προσοχή. Εκείνο το φθινόπωρο ο Κουίσλιγκ και ο Μούσερτ στην Ολλανδία έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι που είχαν τουλάχιστον επιβιώσει. Το 1944 μειώθηκαν επίσης τα προβλήματα βάρους που αντιμετώπιζε ο Κουίσλιγκ τα δύο προηγούμενα χρόνια.[105]
Παρά τις ολοένα και πιο αρνητικές στρατιωτικές προοπτικές το 1943 και το 1944 η θέση του Nasjonal Samling ως επικεφαλής της κυβέρνησης, παρά τη διφορούμενη σχέση του με το Reichskommissariat, παρέμενε ακλόνητη.[106] Παρ 'όλα αυτά οι Γερμανοί ασκούσαν μεγαλύτερο έλεγχο στον νόμο και στην τάξη στη Νορβηγία. Μετά την απέλαση των Εβραίων η Γερμανία απέλασε Νορβηγούς αξιωματικούς και τελικά προσπάθησε να απελάσει φοιτητές από το Πανεπιστήμιο του Όσλο. Ακόμη και ο Χίτλερ εξοργίστηκε από την κλίμακα των συλλήψεων.[107] Ο Κουίσλιγκ ενεπλάκη σε ένα παρόμοιο φιάσκο στις αρχές του 1944, όταν επέβαλε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία σε μέλη της Hirden, προκαλώντας την παραίτηση πολλών από αυτούς.[108]
Στις 20 Ιανουαρίου 1945 ο Κουίσλιγκ έκανε το τελευταίο του ταξίδι για να επισκεφθεί τον Χίτλερ. Υποσχέθηκε τη νορβηγική υποστήριξη στην τελική φάση του πολέμου αν η Γερμανία συμφωνούσε σε μια ειρηνευτική συμφωνία που θα αφαιρούσε τις υποθέσεις της Νορβηγίας από τη γερμανική παρέμβαση. Η πρόταση αυτή δημιουργήθηκε από φόβο ότι καθώς οι γερμανικές δυνάμεις υποχωρούσαν προς τα νότια μέσω της Νορβηγίας, η κατοχική κυβέρνηση θα έπρεπε να αγωνιστεί για να διατηρήσει τον έλεγχο στη βόρεια Νορβηγία. Προκαλώντας όμως τρόμο στο καθεστώς Κουίσλιγκ οι Ναζί αποφάσισαν αντ'αυτού μια πολιτική καμένης γης στη βόρεια Νορβηγία, μέχρι το σημείο να πυροβολούν Νορβηγούς αμάχους, που αρνούντο να εκκενώσουν την περιοχή. Η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από αυξανόμενες απώλειες αμάχων από τις αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων και την αυξανόμενη αντίσταση μέσα στην κατεχόμενη Νορβηγία. Η συνάντηση με τον Γερμανό ηγέτη αποδείχθηκε ανεπιτυχής και όταν του ζητήθηκε να υπογράψει την εντολή εκτέλεσης χιλιάδων Νορβηγών "σαμποτέρ" ο Κουίσλιγκ αρνήθηκε, μια πράξη περιφρόνησης που εξόργισε τόσο πολύ τον Τέρμποβεν, ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές του Χίτλερ, που αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις. Αφηγούμενος τα γεγονότα του ταξιδιού σε ένα φίλο ο Κουίσλιγκ αναλύθηκε σε λυγμούς, πεισμένος ότι η άρνηση των Ναζί να υπογράψουν μια ειρηνευτική συμφωνία θα σφράγιζε τη φήμη του ως προδότη.[109]
Ο Κουίσλιγκ πέρασε τους τελευταίους μήνες του πολέμου προσπαθώντας να αποτρέψει τους Νορβηγούς θανάτους στην αναμέτρηση που αναπτύχθηκε μεταξύ Γερμανικών και Συμμαχικών δυνάμεων στη Νορβηγία. Το καθεστώς λειτούργησε για τον ασφαλή επαναπατρισμό Νορβηγών που κρατούνται σε γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Ιδιωτικά, ο Κουίσλιγκ είχε αποδεχθεί από καιρό ότι ο Εθνικός Σοσιαλισμός θα ηττηθεί. Η αυτοκτονία του Χίτλερ στις 30 Απριλίου 1945 τον άφησε ελεύθερο να συνεχίσει δημοσίως το επιλεγμένο τελικό του παιχνίδι, μια αφελής προσφορά για μετάβαση σε μια κυβέρνηση που μοιράζεται την εξουσία με την εξόριστη κυβέρνηση.
Στις 7 Μαΐου, ο Κουίσλιγκ διέταξε την αστυνομία να μην προσφέρει ένοπλη αντίσταση στην πρόοδο των Συμμάχων εκτός από την αυτοάμυνα ή ενάντια σε εμφανή μέλη του νορβηγικού κινήματος αντίστασης. Την ίδια ημέρα, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα παραδοθεί άνευ όρων, καθιστώντας τη θέση του Κουίσλιγκ ανέφικτη. Ένας ρεαλιστής, ο Κουίσλιγκ συναντήθηκε με στρατιωτικούς ηγέτες της αντίστασης την επόμενη μέρα για να συζητήσουν πώς θα συλληφθεί. Ο Κουίσλιγκ δήλωσε ότι ενώ δεν ήθελε να αντιμετωπίζεται ως κοινός εγκληματίας, δεν ήθελε προτιμησιακή μεταχείριση σε σύγκριση με τους συναδέλφους του Nasjonal Samling. Υποστήριξε ότι θα μπορούσε να κρατήσει τις δυνάμεις του να πολεμούν μέχρι το τέλος, αλλά είχε επιλέξει να μην αποφευχθεί η μετατροπή της «Νορβηγίας σε πεδίο μάχης». Αντ'αυτού, προσπάθησε να εξασφαλίσει μια ειρηνική μετάβαση. Σε αντάλλαγμα, η αντίσταση προσέφερε πλήρη δίκη για όλα τα κατηγορούμενα μέλη του Nasjonal Samling μετά τον πόλεμο και η ηγεσία της συμφώνησε ότι θα μπορούσε να φυλακιστεί σε ένα σπίτι και όχι σε ένα συγκρότημα φυλακών.
Σύλληψη, δίκη, θάνατος και κληρονομιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολιτική ηγεσία της αντίστασης, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Σβεν Αρντσεν, ζήτησε ο Κουίσλιγκ να αντιμετωπιστεί όπως οποιοσδήποτε άλλος ύποπτος για δολοφονίες και, στις 9 Μαΐου 1945, ο ίδιος και οι υπουργοί του παραδόθηκαν στην αστυνομία. Ο Κουίσλιγκ μεταφέρθηκε στο Κελί 12 της Møllergata 19, στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα του Όσλο. Το κελί ήταν εξοπλισμένο με ένα μικρό τραπέζι, μια λεκάνη και μια τρύπα στον τοίχο ως λεκάνη τουαλέτας.[110]
Μετά από δέκα εβδομάδες συνεχούς παρακολούθησης για να αποτραπεί απόπειρα αυτοκτονίας του ενόσω ήταν αστυνομική κράτηση, μεταφέρθηκε στο Φρούριο του Ακέρσους και περίμενε τη δίκη του στο πλαίσιο της νομικής εκκαθάρισης.[111] Παρά το ότι αρχικά έχασε βάρος και υπέφερε από πολυνευρίτιδα, με την ισχυρή του κράση σύντομα άρχισε να εργάζεται σκληρά για την υπόθεσή του με τον Χένρικ Μπεργκ, δικηγόρο με καλό ιστορικό αλλά μάλλον αδιάφορο, τουλάχιστον αρχικά, για τη δύσκολη θέση του Κουίσλιγκ. Ο Μπεργκ, ωστόσο, πίστευε τις διαβεβαιώσεις του Κουίσλιγκ ότι προσπάθησε να ενεργήσει προς το συμφέρον της Νορβηγίας και αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει ως σημείο εκκίνησης για την υπεράσπισή του.[112]
Αρχικά οι κατηγορίες κατά του Κουίσλιγκ αφορούσαν το πραξικόπημα, συμπεριλαμβανομένων της ανάκλησης της διαταγής επιστράτευσης, όταν ήταν ηγέτης του Nasjonal Samling, και των ενεργειών του ως Υπουργού Προέδρου, όπως η παροχή βοήθειας στον εχθρό και η παράνομη απόπειρα τροποποίησης του συντάγματος. Τέλος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Γκούναρ Ειλιφσεν. Παρόλο που δεν αμφισβήτησε τα βασικά γεγονότα, αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες με το επιχείρημα ότι εργαζόταν πάντα για μια ελεύθερη και ευημερούσα Νορβηγία και υπέβαλε μια απολογία εξήντα σελίδων. Στις 11 Ιουλίου 1945 προστέθηκε ένα ακόμη κατηγορητήριο, με σειρά νέων κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων δολοφονιών, κλοπών, υπεξαιρέσεων και, το πιο ανησυχητικό από όλα για τον Κουίσλιγκ, της κατηγορίας για συνωμοσία με τον Χίτλερ για την εισβολή και κατοχή της Νορβηγίας.
« | Ξέρω ότι ο νορβηγικός λαός με έχει καταδικάσει σε θάνατο και ότι ο ευκολότερος δρόμος για μένα θα ήταν να αφαιρέσω ο ίδιος τη ζωή μου. Αλλά θέλω να αφήσω την ιστορία να βγάλει τη δική της ετυμηγορία. Πιστέψτε με, σε δέκα χρόνια θα γίνω ένας νέος Άγιος Όλαφ. | » |
—Ο Κουίσλιγκ στον Μπγερν Φος, 8 Μαΐου 1945, Dahl 1999, σ. 367 |
Η δίκη ξεκίνησε στις 20 Αυγούστου 1945.[113] Η υπεράσπιση του Κουίσλιγκ στηρίχθηκε στην υποβάθμιση της ενότητας του με τη Γερμανία και στην έμφαση ότι είχε αγωνιστεί για απόλυτη ανεξαρτησία, κάτι που φαινόταν εντελώς αντίθετο με τις αναμνήσεις πολλών Νορβηγών. Από εκείνο το σημείο, έγραψε ο βιογράφος του Νταλ, ο Κουίσλιγκ έπρεπε να ακολουθήσει μια «λεπτή γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους», και προέκυψε από αυτό «μια απατηλή και συχνά θλιβερή μορφή». Διαστρέβλωσε την αλήθεια σε μερικές περιπτώσεις και η πλειοψηφία των αληθινών δηλώσεών του του απέφερε λίγους υποστηρικτές στη χώρα, όπου παρέμεινε σχεδόν καθολικά περιφρονημένος.
Τις τελευταίες ημέρες της δίκης η υγεία του χειροτέρευσε, κυρίως λόγω των πολλών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε. Η τελική ομιλία του εισαγγελέα του καταλόγισε ευθύνη για την Τελική Λύση όπως υλοποιήθηκε στη Νορβηγία μπροστά στα μάτια του, χρησιμοποιώντας την κατάθεση Γερμανών αξιωματούχων. Ο εισαγγελέας Ανεους Σγεντ ζήτησε τη θανατική ποινή, χρησιμοποιώντας νόμους που εισήγαγε η εξόριστη κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1941 και τον Ιανουάριο του 1942.[114][115]
Οι πολύ καλές αγορεύσεις τόσο του Μπεργκ όσο και του Κουίσλιγκ δεν μπορούσαν να αλλάξουν την έκβαση της δίκης. Όταν η ετυμηγορία ανακοινώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1945 ο Κουίσλιγκ κρίθηκε ένοχος για όλες, εκτός από ελάχιστες ελάσσονες, τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Μία έφεση τον Οκτώβριο στο Ανώτατο Δικαστήριο απορρίφθηκε.[116] Η δικαστική διαδικασία κρίθηκε ως «πρότυπο δίκαιης δίκης» σε ένα σχόλιο του συγγραφέα Μέιναρντ Κοέν.[117] Αφού κατέθεσε ως μάρτυρας σε αρκετές άλλες δίκες μελών του Nasjonal Samling, ο Κουίσλιγκ εκτελέστηκε από εκτελεστικό απόσπασμα στο Φρούριο Άκερσους στις 02:40 στις 24 Οκτωβρίου 1945.[118][119] Τα τελευταία του λόγια πριν τους πυροβολισμούς ήταν: «Καταδικάστηκα άδικα και πεθαίνω αθώος».[120] Μετά τον θάνατό του το σώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του ενταφιάστηκαν στο Φύρεσνταλ.[120] After his death his body was cremated, leaving the ashes to be interred in Fyresdal.[121]
Η χήρα του Μαρία έζησε στο Όσλο μέχρι τον θάνατό της το 1980.[122] Δεν είχαν παιδιά και μετά τον θάνατό της δώρισε όλες τις ρωσικές αντίκες τους σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα στο Όσλο που λειτουργεί ακόμη (Αύγουστος του 2017).[123] Στο μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας πολιτικής του σταδιοδρομίας ο Κουίσλιγκ έζησε σε ένα αρχοντικό στο Μπύγκντεϋ του Όσλο, που το ονόμασε «Gimle», από τον ομώνυμο τόπο της Σκανδιναβικής μυθολογίας, όπου ζούσαν οι επιζήσαντες της μεγάλης μάχης του Ράγκναροκ.[124] Η κατοικία, που αργότερα μετονομάστηκε σε Villa Grande, έγινε αργότερα μουσείο του Ολοκαυτώματος.[125] Το κίνημα Nasjonal Samling εξαφανίστηκε ως πολιτική δύναμη από τη Νορβηγία, αν και ο ίδιος ο Κουίσλιγκ έχει γίνει ένας από τους Νορβηγούς όλων των εποχών, για τους οποίους έχουν γραφεί τα περισσότερα.[126] Η ίδια η λέξη κουίσλιγκ έγινε συνώνυμη του προδότη.[127] Ο όρος επινοήθηκε από τη βρετανική εφημερίδα The Times με το πρωτοσέλιδο της 15ης Απριλίου 1940, με τίτλο "κουίσλιγκ παντού".[128]
Προσωπικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τους υποστηρικτές του ο Κουίσλιγκ θεωρήθηκε ευσυνείδητος κυβερνήτης της υψηλότερης τάξης, γνώστης και με λεπτομέρεια. Θεωρείτο ότι νοιάζεται βαθιά για τον λαό του και διατηρεί πάντα υψηλά ηθικά πρότυπα.[129] Για τους αντιπάλους του ήταν ασταθής και απείθαρχος, απότομος, ακόμη και απειλητικός. Πιθανότατα ήταν και τα δύο, άνετα μεταξύ φίλων και υπό πίεση όταν αντιμετώπιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους και γενικά αγοραφοβικός και μονήρης και με τους δύο. Κατά τη διάρκεια επίσημων γευμάτων συχνά δεν μιλούσε καθόλου εκτός από περιστασιακές εκρήξεις θεαματικής ρητορικής. Πράγματι δεν αντιδρούσε καλά στην πίεση και συχνά άφηνε να του ξεφύγουν υπερβολικά δραματικά συναισθήματα όταν στοχοποιείτο. Κανονικά ανοιχτός στην κριτική, ήταν επιρρεπής να θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες ομάδες είναι συνωμοτικές.
Οι μεταπολεμικές ερμηνείες του χαρακτήρα του Κουίσλιγκ είναι ανάμικτες. Μετά την πολεμική δωσιλογική συμπεριφορά του θεωρήθηκε ευρέως ως αποτέλεσμα ψυχικής ανεπάρκειας, αφήνοντας ως «αίνιγμα» την προσωπικότητα του σαφώς πιο έξυπνου Κουίσλιγκ. Αντιθέτως θεωρήθηκε αδύναμος, παρανοϊκός, διανοητικά στείρος και πεινασμένος για εξουσία: τελικά «θολωμένος μάλλον παρά πλήρως διεφθαρμένος».[130]
Ο Νορβηγός κοινωνιολόγος Γιόχαν Γκάλτουνγκ περιέγραψε τον Κουίσλιγκ ως ένα μίνι-Χίτλερ με ένα σύμπλεγμα CMT, ή εναλλακτικά, μεγαλοπαράνοια, συχνότερα διαγιγνωσκώμενη στη σύγχρονη εποχή ως ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας. Ήταν «καλά δομημένος στην προσωπικότητά του», αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει το κοινό του, καθώς ο πληθυσμός δεν αντικατόπτριζε την ιδεολογία του. Εν ολίγοις ήταν «δικτάτορας και κλόουν σε λάθος σκηνή με λάθος σενάριο».[131] Όπως ανέφερε ο Νταλ, ο καθηγητής ψυχιατρικής Γκάμπριελ Λάνγκφελντ δήλωσε ότι οι τελικοί φιλοσοφικοί στόχοι του Κουίσλιγκ "ταιριάζουν με την κλασική περιγραφή του παρανοϊκού μεγαλομανιακού ακριβέστερα από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση [είχε] αντιμετωπίσει ποτέ."
Όσο ήταν στο αξίωμά του ο Κουίσλιγκ σηκωνόταν νωρίς, έχοντας ολοκληρώσει αρκετές ώρες εργασίας πριν φτάσει στο γραφείο μεταξύ 9:30 και 10:00. Του άρεσε να παρεμβαίνει σε όλα σχεδόν τα κυβερνητικά θέματα, διαβάζοντας όλες τις επιστολές που απευθύνονταν στον ίδιο ή στην καγκελαρία του προσωπικά.[132] Είχε ανεξάρτητο πνεύμα, λάμβανε αμέσως πολλές βασικές αποφάσεις και, σε αντίθεση με τον Γερμανό ομόλογό του, του άρεσε να ακολουθεί διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι η κυβέρνηση θα παραμείνει «μια αξιοπρεπής και πολιτισμένη» υπόθεση μέχρι τέλους. Έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τη διοίκηση του Φύρεσνταλ, όπου γεννήθηκε.
Απέρριψε τη γερμανική φυλετική υπεροχή και αντ'αυτού έβλεπε τη Νορβηγική φυλή ως πρόγονο της βόρειας Ευρώπης, ιχνηλατώντας το δικό του οικογενειακό δέντρο στον ελεύθερο χρόνο του. Τα μέλη του κόμματος δεν είχαν προνομιακή μεταχείριση, αν και ο ίδιος ο Κουίσλιγκ δεν μοιράστηκε κατά τον πόλεμο τις κακουχίες των Νορβηγών συμπατριωτών του. Παρ'όλα αυτά πολλά δώρα έμειναν αχρησιμοποίητα και δεν ζούσε πολυδάπανα.
Θρησκευτικές και φιλοσοφικές απόψεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κουίσλιγκ ενδιαφερόταν για την επιστήμη, τις ανατολικές θρησκείες και τη μεταφυσική, δημιουργώντας τελικά μια βιβλιοθήκη που περιελάμβανε τα έργα των Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ και Σοπενχάουερ. Συνέχισε με τις εξελίξεις στον τομέα της κβαντικής φυσικής, αλλά δεν συμβάδιζε με τις περισσότερες φιλοσοφικές ιδέες της εποχής του. Συνδύασε τη φιλοσοφία και την επιστήμη σε μια νέα θρησκεία που ονόμαζε Ουνιβερσισμό ή Ουνιβερσαλισμό, που ήταν μια ενοποιημένη εξήγηση για τα πάντα. Τα αρχικά του γραπτά έφτασαν σε περίπου δύο χιλιάδες σελίδες. Απέρριψε τις βασικές διδασκαλίες του ορθόδοξου χριστιανισμού και καθιέρωσε μια νέα θεωρία της ζωής, που ονόμασε Ουνιβερσισμό, έναν όρο που δανείστηκε από ένα βιβλίο που είχε γράψει ο Γιαν Γιάκομπ Μαρία ντε Γκρόοτ για την κινεζική φιλοσοφία. Το βιβλίο του ντε Γκρόοτ υποστήριζε ότι ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκιανισμός και ο Βουδισμός ήταν όλα μέρος μιας παγκόσμιας θρησκείας που ο ντε Γκρόοτ ονόμασε Ουνιβερσισμό. Ο Κουίσλιγκ περιέγραψε πώς η φιλοσοφία του "... ακολούθησε την καθολική θεωρία της σχετικότητας, της οποίας η ειδική και η γενική θεωρία της σχετικότητας είναι ειδικές περιπτώσεις." Ήθελε ο Ουνιβερσισμός να είναι η επίσημη κρατική θρησκεία της νέας του Νορβηγίας και είπε ότι «η υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος εξαρτάται από την πρόοδο της επιστήμης».
Το magnum opus του χωριζόταν σε τέσσερα μέρη: μια εισαγωγή, μια περιγραφή της προφανούς εξέλιξης της ανθρωπότητας από ατομικές σε όλο και περισσότερο σύνθετες συνειδήσεις, ένα τμήμα σχετικά με τις αρχές της ηθικής και του νόμου και ένα τελευταίο τμήμα για την επιστήμη, την τέχνη, την πολιτική, την ιστορία, τη φυλή και θρησκεία. Το συμπέρασμα θα είχε τον τίτλο Η Οργανική Ταξινόμηση και Οργάνωση του Κόσμου, αλλά το έργο παρέμεινε ημιτελές. Γενικά ο Κουίσλιγκ δούλευε πάνω σ' αυτό μόνο περιστασιακά κατά τη θητεία του στην πολιτική. Ο βιογράφος του Χανς Φρέντρικ Νταλ το περιγράφει ως «καλότυχο», δεδομένου ότι ο Κουίσλιγκ «δεν θα είχε κερδίσει ποτέ αναγνώριση» ως φιλόσοφος.
Κατά τη δίκη του και ιδιαίτερα μετά την καταδίκη του ο Κουίσλιγκ στράφηκε για άλλη μια φορά στον Ουνιβερσισμό. Είδε τα γεγονότα του πολέμου ως μέρος της κίνησης προς την ίδρυση του βασιλείου του Θεού στη γη και δικαιολόγησε τις ενέργειές του με αυτούς τους όρους. Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου έγραψε ένα κείμενο πενήντα σελίδων με τίτλο Ουνιβερσιστικοί Αφορισμοί, που αντιπροσώπευε «... μια σχεδόν εκστατική αποκάλυψη της αλήθειας και του φωτός που θα έρθει, που έφερε το σημάδι τίποτα λιγότερο από έναν προφήτη». Το έγγραφο ήταν επίσης αξιοσημείωτο για την επίθεσή του στον υλισμό του Εθνικοσοσιαλισμού. Επιπλέον εργαζόταν ταυτόχρονα με ένα κήρυγμα, Αιώνια Δικαιοσύνη, που επαναλάμβανε τις βασικές του πεποιθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της μετενσάρκωσης.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Though now accepted, this charge was later one of the few for which the jury at Quisling's trial did not find sufficient evidence.[77]
- ↑ In reality, their destination was the extermination camp at Auschwitz. That Quisling understood the realities of the final solution is suggested by authors such as Høidal, but this has never been proven.[101]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Borgen 1999, σελ. 273.
- ↑ Juritzen 1988, σελ. 11
- ↑ Juritzen 1988, σελ. 12.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 6, 13–14.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 21.
- ↑ Juritzen 1988, σελ. 15.
- ↑ Hartmann 1970, σελ. 10.
- ↑ Borgen 1999, σελ. 275.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 28–29.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 32–34, 38.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 38–39.
- ↑ Maynard M. Cohen (2000). A Stand Against Tyranny: Norway's Physicians and the Nazis. Wayne State University Press. σελίδες 49–. ISBN 0-8143-2934-9.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 40–42.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 43–44.
- ↑ Yourieff 2007, σελ. 172.
- ↑ Yourieff 2007, σελ. 100.
- ↑ 17,0 17,1 Dahl 1999, σελίδες 45–47.
- ↑ 18,0 18,1 Hartmann 1970, σελ. 33.
- ↑ Hartmann 1970, σελ. 30.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 53–54.
- ↑ Yourieff 2007, σελίδες 450–452.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 54–56.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 57.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 58.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 59–62.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 62–66.
- ↑ «People». Time Magazine: σελ. 1. 24 June 1940. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-07-21. https://web.archive.org/web/20130721023318/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,764097,00.html. Ανακτήθηκε στις 28 April 2011.
- ↑ Borgen 1999, σελ. 278.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 4–5.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 7.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 12–13.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 70–73.
- ↑ Hartmann 1970, σελ. 45.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 73–76.
- ↑ Hartmann 1970, σελίδες 54–55.
- ↑ Hartmann 1970, σελ. 64.
- ↑ Cohen 2000, σελ. 51.
- ↑ Ringdal 1989, σελ. 31.
- ↑ Høidal 1989, σελίδες 85–87.
- ↑ Hartmann 1970, σελίδες 76–80.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 76–78.
- ↑ Yourieff 2007, σελ. 467.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 78–81.
- ↑ Hartmann 1970, σελίδες 83–84.
- ↑ Hayes 1971, σελ. 86
- ↑ Høidal 1989, σελ. 109.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 83–89.
- ↑ Cohen 2000, σελίδες 52–53.
- ↑ Høidal 1989, σελ. 91.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 89–90.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 92–93.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 93–97.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 97–99.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 99–100.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 100–105.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 105–109.
- ↑ Høidal 1989, σελίδες 204–205.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 110–117.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 117–126.
- ↑ Høidal 1989, σελ. 236.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 128.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 130–133.
- ↑ Maynard M. Cohen (1 Σεπτεμβρίου 2000). A Stand Against Tyranny: Norway's Physicians and the Nazis. Wayne State University Press. σελίδες 53–. ISBN 0-8143-2934-9.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 134–137.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 137–142.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 142–149.
- ↑ The German Northern Theater of Operations 1940–1945. Brill Archive. σελίδες 8–. GGKEY:BQN0CQURHS1.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 149–152.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 153–156.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 160–162.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 162–170.
- ↑ Hayes 1971, σελ. 211.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 170–172.
- ↑ 74,0 74,1 Dahl 1999, σελίδες 172–175.
- ↑ Ringdal 1989, σελ. 58.
- ↑ Høidal 1989, σελ. 377.
- ↑ Høidal 1989, σελ. 755.
- ↑ Hayes 1971, σελ. 221.
- ↑ Block (ed.) 1940, σελίδες 669–670.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 175–178
- ↑ Høidal 1989, σελ. 384.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 183.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 183–188.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 188–194.
- ↑ «Norway: Commission State». Time Magazine: σελ. 1. 7 October 1940. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-06-11. https://web.archive.org/web/20130611225854/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,802044-1,00.html. Ανακτήθηκε στις 31 May 2011.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 200–207.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 207–212.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 215.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 219–225.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 225–232.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 232–237.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 240–242.
- ↑ Borgen 1999, σελ. 284.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 247–249.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 250–255.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 255–264.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 269–271.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 271–276.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 275–276.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 288–289.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 289.
- ↑ Høidal 1989, σελ. 609.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 297–305.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 316.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 328.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 306–308, 325.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 319.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 345–350.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 353.
- ↑ Bratteli & Myhre 1992, σελ. 43.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 371–373.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 374–378.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 380–390.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 390–400.
- ↑ Cohen 2000, σελ. 274.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 400–407.
- ↑ Cohen 2000, σελ. 276.
- ↑ «Justice – I». Time Magazine. 5 November 1945. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-09-05. https://web.archive.org/web/20080905001857/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,852394,00.html. Ανακτήθηκε στις 28 April 2011.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 414–415.
- ↑ 120,0 120,1 Bratteli & Myhre 1992, σελ. 198.
- ↑ Cohen 2000, σελ. 279.
- ↑ Yourieff 2007, σελ. 457.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 129, 418.
- ↑ Bratteli & Myhre 1992, σελίδες 50–51.
- ↑ «Norway turns traitor Quisling's home into symbol of tolerance». Highbeam Research (archived from Associated Press). 30 Αυγούστου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2011.
- ↑ Dahl 1999, σελ. 417.
- ↑ Yourieff 2007, σελ. xi.
- ↑ Block (ed.) 1940, σελ. 669.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 328–331.
- ↑ Hoberman, John M. (1974). «Vidkun Quisling's Psychological Image». Scandinavian Studies 46 (3): 242–264. PMID 11635923. https://archive.org/details/sim_scandinavian-studies_summer-1974_46_3/page/242.
- ↑ Galtung 1997, σελίδες 192–193.
- ↑ Dahl 1999, σελίδες 321–322.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Block, Maxine, επιμ. (1940). Current Biography Yearbook. New York, United States: H. W. Wilson.
- Cohen, Maynard M. (2000). A stand against tyranny: Norway's physicians and the Nazis. Detroit, United States: Wayne State University Press.
- Dahl, Hans Fredrik (1999). Quisling: A Study in Treachery. Stanton-Ife, Anne-Marie (trans.). Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press.
- Galtung, Johan (1997). «Is There a Therapy for Pathological Cosmologies?». Στο: Turpin, Jennifer E.· Kurtz, Lester R. The Web of Violence: from interpersonal to global. Champaign, United States: University of Illinois Press.
- Hayes, Paul M. (1966). «Quisling's Political Ideas». Journal of Contemporary History 1 (1): 145–157. https://archive.org/details/sim_journal-of-contemporary-history_1966_1_1/page/145.
- Hayes, Paul M. (1971). Quisling: the career and political ideas of Vidkun Quisling, 1887–1945. Newton Abbot, United Kingdom: David & Charles.
- Høidal, Oddvar K. (1989). Quisling: A study in treason. Oslo, Norway: Universitetsforlaget.
Βιβλιογραφία στα Νορβηγικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Barth, E. M. (1996). Gud, det er meg: Vidkun Quisling som politisk filosof. Oslo, Norway: Pax Forlag.
- Borgen, Per Otto (1999). Norges statsministre. Oslo, Norway: Aschehoug.
- Bratteli, Tone· Myhre, Hans B. (1992). Quislings siste dager. Oslo, Norway: Cappelen.
- Hartmann, Sverre (1970) [1959]. Fører uten folk. Forsvarsminister Quisling – hans bakgrunn og vei inn i norsk politikk (2nd revised έκδοση). Oslo, Norway: Tiden Norsk Forlag.
- Juritzen, Arve (1988). Privatmennesket Quisling og hans to kvinner. Oslo, Norway: Aventura.
- Ringdal, Nils Johan (1989). Gal mann til rett tid: NS-minister Sverre Riisnæs – en psykobiografi. Oslo, Norway: Aschehoug.
- Quisling, Maria (1980). Parmann, Øistein, επιμ. Dagbok og andre efterlatte papirer. Oslo, Norway: Dreyer.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Vidkun Quisling στο Wikimedia Commons