Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιωάννης Ουνυάδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Athleta Christi
Ιωάννης Ουνυάδης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hunyadi János (Ουγγρικά)
Γέννηση1407[1][2][3]
Χουνεντοάρα
Θάνατος11  Αυγούστου 1456[1]
Ζέμουν
Αιτία θανάτουπανώλη
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςκαθεδρικός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Άλμπα Ιούλια
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΡουμανικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΡουμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακοντοτιέρος
πολιτικός
Περίοδος ακμής1428 - 1456
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/Κίνημαpolitician before the emergence of political parties
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕρζεβέτ Σζιλέγι (από 1432)
ΤέκναΜατθίας Κορβίνος
Λαδίσλαος Ουνυάδης
NN[4]
Γονείςknight Voicu ('Vajk', László) Huniadi, lord of Hunedoara (Huniada)[4] και Elizabeth Morzsinay de Marsina
ΑδέλφιαN. Hunyadi
ΣυγγενείςMichael Szilágyi (κουνιάδος) και Ladislaus Szilágyi (πεθερός)
ΟικογένειαΟίκος του Ουνυάδη
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΑρχιστράτηγος
Πόλεμοι/μάχεςΜάχη της Βάρνας, Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448, Battle of Hermannstadt, Battle of Kunovica, Battle of Zlatica, Πολιορκία του Βελιγραδίου και Μάχη της Νις (1443)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαVoivode of Transylvania (1441–1446)
Regent of Hungary (1446–1453)
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Ιωάννης Ουνυάδης

Ο Ιωάννης Ουνυάδης (ουγγρικά: Hunyadi János, ρουμανικά: Ioan de Hunedoara, περ. 1406 - 11 Αυγούστου 1456) υπήρξε ηγετική στρατιωτική και πολιτική μορφή της Ουγγαρίας στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τον 15ο αιώνα που διατέλεσε αντιβασιλιάς του βασιλείου της Ουγγαρίας για πάνω από 10 χρόνια. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές της εποχής του ήταν γιος οικογένειας ευγενών Ρουμανικής καταγωγής. Απέκτησε τη στρατιωτική του κατάρτιση στις νότιες παραμεθόριες περιοχές του Βασιλείου της Ουγγαρίας που ήταν εκτεθειμένες σε Οθωμανικές επιθέσεις. Όταν διορίσθηκε βοεβόδας της Τρανσυλβανίας και επικεφαλής πολλών νότιων επαρχιών, ανέλαβε την ευθύνη για την υπεράσπιση των συνόρων το 1441.

Ο Ουνυάδης υιοθέτησε τη Χουσιτική μέθοδο της χρήσης κάρων για στρατιωτικούς σκοπούς. Απασχολούσε επαγγελματίες στρατιώτες, αλλά κινητοποιούσε επίσης τους ντόπιους αγρότες εναντίον εισβολέων. Αυτές οι καινοτομίες συνέβαλαν στις πρώιμες επιτυχίες του ενάντια στα Οθωμανικά στρατεύματα, που λεηλατούσαν τις νότιες παραμεθόριες επαρχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1440. Αν και νικήθηκε στη Μάχη της Βάρνας το 1444 και στη δεύτερη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448, η επιτυχημένη του «Μακρά εκστρατεία» στον Αίμο το 1443-44 και η υπεράσπιση του Βελιγραδίου/Nándorfehérvár το 1456 κατά των στρατευμάτων που οδηγούσε προσωπικά ο Σουλτάνος καθιέρωσε τη φήμη του ως μεγάλου στρατηγού. Οι καμπάνες των Καθολικών και των παλαιότερων Προτεσταντικών εκκλησιών χτυπούν καθημερινά το μεσημέρι για να τιμήσουν τη μνήμη της νίκης του Βελιγραδίου, αν και ο πάπας το είχε διατάξει εκ των προτέρων, μια εβδομάδα πριν από την πολιορκία, προκειμένου να ενθαρρύνει τους στρατιώτες που αγωνίζονταν για τη Χριστιανοσύνη.

Ο Ιωάννης Ουνυάδης ήταν επίσης επιφανής πολιτικός. Συμμετείχε ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των οπαδών του Βλάντισλαβ Α΄ και του ανήλικου Λαδίσλαου Ε΄, των δύο διεκδικητών του θρόνου της Ουγγαρίας στις αρχές της δεκαετίας του 1440, υπέρ του πρώτου. Ως δημοφιλή μεταξύ των κατώτερων ευγενών, η Δίαιτα της Ουγγαρίας τον διόρισε, το 1445, ως ένας από τους επτά «Άρχοντες» που ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση των κρατικών υποθέσεων μέχρι την ενηλικίωση του Λαδίσλαου Ε΄ (τότε ομόφωνα αποδεκτού ως βασιλιά). Η επόμενη Δίαιτα προχώρησε ακόμη περισσότερο, εκλέγοντας τον Ουνυάδη ως μοναδικό αντιβασιλέα με τον τίτλο του κυβερνήτη. Όταν παραιτήθηκε από αυτό το αξίωμα το 1452, ο βασιλιάς του απένειμε τον πρώτο κληρονομικό τίτλο (ισόβιος κόμης του Μπέστερτσε / Μπίστριτσα) στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Τη στιγμή εκείνη είχε γίνει ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες στο βασίλειο και διατήρησε την επιρροή του στη Δίαιτα μέχρι τον θάνατό του.

Αυτός ο Athleta Christi, όπως τον αποκαλούσε ο Πάπας Πίος Β΄, πέθανε τρεις εβδομάδες μετά τον θρίαμβό του στο Nándorfehérvár / Βελιγράδι, θύμα επιδημίας που είχε ξεσπάσει στο στρατόπεδο των σταυροφόρων. Ωστόσο οι νίκες του επί των Τούρκων τους εμπόδισαν να εισβάλουν στο Βασίλειο της Ουγγαρίας για περισσότερα από 60 χρόνια. Η φήμη του ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την εκλογή του γιου του, Ματθαίου Κορβίνου, ως βασιλιά από τη Δίαιτα του 1457. Ο Ουνυάδης είνα δημοφιλής ιστορική μορφή μεταξύ των Ούγγρων, των Ρουμάνων, των Σέρβων, των Βουλγάρων και άλλων εθνών της περιοχής.

Παιδική ηλικία (π. 1406 - π. 1420)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το παραχωρητήριο του Βασιλιά Σιγισμούνδου της Ουγγαρίας για την παραχώρηση του Κάστρου των Ουνυάδη (στη σημερινή Χουνεντοάρα της Ρουμανίας) στον Βόικ, τον Μάγκος και τον Ράντολ (τους γιους του Σέρμπε) και τον θείο ή ξάδερφό τους, Ράντολ, και τον γιο του Βόικ, Ιωάννη
Σιγισμούνδος, Βασιλιάς της Ουγγαρίας

Ένα βασιλικό παραχωρητήριο που εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1409 περιέχει την πρώτη αναφορά στον Ιωάννη Ουνυάδη. Με το έγγραφο ο Βασιλιάς Σιγισμούνδος της Ουγγαρίας παραχώρησε το Κάστρο του Ουνυάδη (στη σημερινή Χουνεντοάρα της Ρουμανίας) και τα προσαρτημένα σε αυτό εδάφη στον πατέρα του Ιωάννη, Βόικ, και σε τέσσερις συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ιωάννη. Σύμφωνα με το έγγραφο ο πατέρας του Ιωάννη υπηρετούσε στο βασιλικό οίκο ως «ιππότης της αυλής» εκείνη την εποχή, υποδηλώνοντας ότι καταγόταν από σεβαστή οικογένεια. Δύο χρονικογράφοι του 15ου αιώνα - ο Ιωάννης του Τούροτς και ο Αντόνιο Μπονφίνι - γράφουν ότι ο Βόικ είχε μετακομίσει από τη Βλαχία στην Ουγγαρία με πρωτοβουλία του βασιλιά Σιγισμούνδου. Ο Λάζλο Μακάι, ο Mάλκολμ Χέμπρον, ο Παλ Εγκελ και άλλοι μελετητές αποδέχονται την αναφορά των δύο χρονικογράφων για τη Βλαχική προέλευση του πατέρα του Ιωάννη Ουνυάδη. Σε αντίθεση με αυτούς ο Ioαν-Αουρελ Ποπ λέει ότι ο Βόικ ήταν ντόπιος της ευρύτερης περιοχής του Κάστρου του Ουνυάδη.

Ο Αντόνιο Μπονφίνι ήταν ο πρώτος χρονικογράφος που έκανε μια μικρή παρατήρηση για μια εναλλακτική ιστορία καταγωγής του Ιωάννη Ουνυάδη, δηλώνοντας σύντομα ότι ήταν απλώς μια «άνοστη ιστορία» που κατασκευάστηκε από τον αντίπαλο του Ουνυάδη, Ούλριχ Β΄, Κόμη του Τσέλιε. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία ο Ιωάννης δεν ήταν στην πραγματικότητα παιδί του Βόικ, αλλά εξώγαμος γιος του βασιλιά Σιγισμόνδου. Η ιστορία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής κατά τη βασιλεία του γιου του Ιωάννη Ουνυάδη, Ματθαίου Κορβίνου, που ανέγειρε ένα άγαλμα του Βασιλιά Σιγισμόνδου στη Βούδα. Ο χρονικογράφος του 16ου αιώνα Γκασπάρ Χελτάι επανέλαβε και ανέπτυξε περαιτέρω την ιστορία, αλλά οι σύγχρονοι λόγιοι - για παράδειγμα ο Κάρτλετζ και ο Κούμπινι - το θεωρούν μη επαληθεύσιμο κουτσομπολιό. Αυτός ο θρύλος του χρησίμευσε στο να ισχυροποιήσει τη θέση των απογόνων του για τη άνοδο στον θρόνο, στον οποίο δεν μπόρεσε ο ίδιος ποτέ να ανέλθει, παρά τις υπηρεσίες προς την πατρίδα του, γιατί δεν είχε βασιλικό αίμα ούτε ήταν oυγγρικής καταγωγής. Σεβαστός σε όλη την Ευρώπη και αντικείμενο μίσους των Οθωμανών, απέκτησε αντιπάλους και αντίζηλους κατά τη διάρκεια του βίου του. Αν και η βλάχικη καταγωγή ήταν σύνηθες φαινόμενο μεταξύ των Ούγγρων ευγενών της Τρανσυλβανίας, η κουμανική καταγωγή θεωρείτο κηλίδα για τη φήμη καθενός (Μια άποψη κατά την οποία ο Ουνυάδης ήταν Κουμάνος θεωρείται προσπάθεια σπίλωσης από τους εχθρούς του.). Ο Ουνυάδης μερικές φορές συγχέεται με τον μεγαλύτερο αδελφό του Γιάνος. Κατά την κομμουνιστική-εθνική αφήγηση της ρουμανικής ιστορίας (εποχή Τσαουσέσκου) ο Ουνυάδης (όπως και άλλοι μη-Ρουμάνοι ήρωες) εθεωρείτο Ρουμάνος και αναφερόταν με το όνομα Iancu de Hunedoara.[5] Η δημοτικότητα του Ουνυάδη μεταξύ των λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου έχει οδηγήσει σε περαιτέρω θρύλους για τη βασιλική του καταγωγή.

Η ταυτοποίηση της μητέρας του Ιωάννη Ουνυάδη είναι ακόμη πιο αβέβαιη. Σε σχέση με την υποτιθέμενη πατρότητα του Βασιλιά Σιγισμόνδου και οι δύο, Μπονφίνι και Χελτάι λένε ότι ήταν κόρη ενός πλούσιου βογιάρου, ή ευγενούς, του οποίου τα κτήματα βρίσκονταν στη Moρζίνα (σημερινή Μαρτζίνα της Ρουμανίας). Ο Ποπ υποστηρίζει ότι ονομαζόταν Ελισάβετ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λάζλο Μακάι η μητέρα του Ιωάννη Ουνυάδη ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας Moρζίνα (ή Μουσίνα) από το Ντέμσους (Ντένσους της Ρουμανίας), αλλά ο Ποπ αρνείται την ταυτοποίηση των οικογενειών Moρζίνα και Moρζίνα.

Όσον αφορά τη μητέρα του Ιωάννη Ουνυάδη ο Μπονφίνι παρέχει επίσης μια εναλλακτική εκδοχή, δηλώνοντας ότι ήταν διακεκριμένη Ελληνίδα αρχόντισα, αλλά δεν την κατονομάζει. Σύμφωνα με τον Κούμπινι η εικαζόμενη Ελληνική της προέλευση μπορεί απλώς να αναφέρεται στην Ορθόδοξη πίστη της. Σε επιστολή του 1489 ο Ματθαίος Κορβίνος έγραφε ότι η αδελφή της γιαγιάς του, την οποία οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν συλλάβει και αναγκάσει να ενταχθεί στο χαρέμι ενός μη κατονομαζόμενου Σουλτάνου, ήταν πρόγονη του Τζεμ, του στασιαστή γιου του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄. Με βάση αυτή την επιστολή ο ιστορικός Κούμπινι λέει ότι «η ελληνική συγγένεια δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως». Αν η αναφορά του Ματθαίου Κορβίνου είναι έγκυρη, ο Ιωάννης Ουνυάδης - ο ήρωας των αντιοθωμανικών πολέμων - και ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήταν πρώτοι ξάδελφοι. Από την άλλη ο ιστορικός Πέτερ E. Kόβατς γράφει ότι η ιστορία του Ματθαίου Κορβίνου για την οικογενειακή του σχέση με τους Οθωμανούς σουλτάνους δεν ήταν παρά ένα σωρό ψέματα.

Το έτος γέννησης του Ουνυάδη είναι αβέβαιο. Αν και ο Γκασπάρ Χελτάι γράφει ότι ο Ουνυάδης γεννήθηκε το 1390, πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ του 1405 και του 1407, επειδή ο μικρότερος αδελφός του γεννήθηκε μετά από το 1409 και η διαφορά σχεδόν δύο δεκαετιών μεταξύ των ηλικιών των δύο αδελφών δεν είναι εύλογη. Ο τόπος γέννησής του είναι επίσης άγνωστος. Ο Αντουν Βράντσιτς, μελετητής του 16ου αιώνα, έγραψε ότι ο Ιωάννης Ουνυάδης ήταν «ντόπιος» της περιοχής Χάτσζεγκ (σήμερα Τσάρα Χατσεγκουλούι στη Ρουμανία). Ο πατέρας του Ουνυάδη πέθανε πριν από τις 12 Φεβρουαρίου 1419. Ένα βασιλικό έγγραφο που εκδόθηκε αυτή την ημέρα αναφέρει τον Ουνυάδη, τους δύο αδελφούς του (τον Ιωάννη τον νεότερο και το Βόϊκ) και τον θείο τους Ράντολ, αλλά δεν αναφέρεται στον πατέρα τους.

Το επώνυμο «Κορβίνος» αποδόθηκε πρώτα στον γιο του Ματθία, αλλά χρησιμοποιείται και για τον Ιωάννη), οφείλεται στο κοράκι του οικόσημού του (corvus στα λατινικά).

Η άνοδος ενός στρατηγού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεότητα (περίπου 1420 – 1438)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανδρέας Παννόνιους, που υπηρέτησε τον Ουνυάδη για πέντε χρόνια, έγραψε ότι ο μελλοντικός διοικητής του «συνήθιζε να ανέχεται και το κρύο και τη ζέστη».[6] Όπως και άλλοι νεαροί ευγενείς ο Ιωάννης Ουνυάδης πέρασε τα νιάτα του υπηρετώντας στην αυλή των ισχυρών αρχόντων.[7] Ωστόσο ο ακριβής κατάλογος των εργοδοτών του δεν μπορεί να συμπληρωθεί, γιατί οι συγγραφείς του 15ου αιώνα κατέγραψαν αντιφατικά στοιχεία για την πρώιμη ζωή του.[8]

Ο βιογράφος του Φίλιπο Σκολάρι Πότζιο Μπρατσολίνι γράφει ότι ο Σκολάρι—που ήταν υπεύθυνος για την υπεράσπιση των νότιων συνόρων ως Ισπάν ή επικεφαλής της Κομητείας Tέμεςs—εκπαίδευσε τον Ουνυάδη από τα νεανικά του χρόνια, υπονοώντας ότι ο Ουνυάδης ήταν θαλαμηπόλος του Σκολάρι γύρω στο 1420.[9] Από την άλλη πλευρά ο Ιωάννης του Καπιστράνο γράφει, σε επιστολή του 1456, ότι ο Ουνυάδης ξεκίνησε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία υπηρετώντας υπό τον Νικόλαο του Ιλοκ.[10] Επειδή ο Νικόλαος του Iλοκ ήταν τουλάχιστον έξι χρόνια νεότερος από τον Ουνυάδη, ο ιστορικός Παλ Ενγκελ γράφει ότι ο Καπιστράνο τον μπέρδεψε με τον αδελφό του, Στέφανο του Ιλοκ.[10].Τέλος ο Αντόνιο Μπονφίνι αναφέρει ότι στην αρχή της καριέρας του ο Ουνυάδης εργάστηκε είτε για τον Δημήτριο Τσούπορ, Επίσκοπο του Ζάγκρεμπ, είτε για τους Τσάκις.[11]

Σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη ο νεαρός Ουνυάδης «έμεινε για λίγο» στην αυλή του Στέφανου Λαζάρεβιτς, Δεσπότη της Σερβίας, που πέθανε το 1427.[12] Ο γάμος του Ουνυάδη με την Ελισάβετ Σιλάγκι τεκμηριώνει την αναφορά του Χαλκοκονδύλη, επειδή ο πατέρας της Λαδίσλαος ήταν familiaris (στενός συνεργάτης) του Δεσπότη γύρω στο 1426.[13] Ο γάμος έγινε γύρω στο 1429.[14] Ενώ ήταν ακόμη νεαρός ο Ουνυάδης μπήκε στην ακολουθία του βασιλιά Σιγισμούνδου,[15] τον οποίο συνόδευσε στην Ιταλία το 1431 και κατόπιν εντολής του εντάχθηκε στον στρατό του Φιλίππο Μαρία Βισκόντι, Δούκα του Μιλάνου.[16][17][18] Ο Μπονφίνι αναφέρει ότι ο Ουνυάδης «υπηρέτησε δύο χρόνια» στον στρατό του Δούκα.[19] Οι σύγχρονοι μελετητές —για παράδειγμα, οι Κάρτλετζ, Ενγκελ, Μουρεσάνου και Tέκε— λένε ότι ο Ουνυάδης εξοικειώθηκε με τις αρχές της στρατιωτικής τέχνης του καιρού του, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης μισθοφόρων, στο Μιλάνο.[20][21][22][23]

Ο Ουνυάδης προσχώρησε ξανά στην ακολουθία του Σιγισμούνδου, που στο μεταξύ είχε στεφθεί Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Ρώμη, στα τέλη του 1433.[24] Υπηρέτησε τον μονάρχη ως «ιππότης της αυλής».[25][26] Οταν δάνεισε 1.200 χρυσά φιορίνια στον Αυτοκράτορα τον Ιανουάριο του 1434[26][27], εκείνος υποθήκευσε το Πάπι—μια πόλη στην Κομητεία Τσάναντ—και τα μισά βασιλικά εισοδήματα από ένα κοντινό πορθμείο στον ποταμό Mάρος στον Ουνυάδη και τον μικρότερο αδελφό του.[26][28] Ο βασιλικός χάρτης της συναλλαγής αναφέρει τον Ουνυάδη ως Ιωάννη το Βλάχο (Ρουμάνο).[25][26][29] Εν ολίγοις ο Σιγισμούνδος παραχώρησε στον Ουνυάδη περαιτέρω κτήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Μπεκεσένταντρας και του Χοντμεζοβάσαρχεϊ, το καθένα με περίπου 10 χωριά.[30]

Ο Αντόνιο Μπονφίνι αναφέρει για την υπηρεσία του Ουνυάδη στην ακολουθία κάποιου "Φράντσις Τσάναντι" που "τον αγαπούσε τόσο πολύ που τον αντιμετώπιζε σαν να ήταν δικός του γιός".[31] Ο ιστορικός Ενγκελ ταυτίζει τον Φράντσις Τσάναντι με τον Φράνκο Τάλοβατς, Κροάτη ευγενή και Μπαν του Σέβεριν, που ήταν επίσης Ισπάν της Κομητείας Τσάναντ γύρω στο 1432.[32] Ο Ένγκελ λέει ότι ο Ουνυάδης υπηρέτησε στην ακολουθία του Μπαν για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο από τον Οκτώβριο του 1434 περίπου.[33] Μια βλάχικη περιοχή του Βανάτου του Σέβεριν υποθηκεύτηκε στον Ουνυάδη αυτή την περίοδο.[34]

Ο Σιγισμούνδος, που μπήκε στην Πράγα το καλοκαίρι του 1436, προσέλαβε τον Ουνυάδη και τους 50 λογχοφόρους του για τρεις μήνες τον Οκτώβριο του 1437 για 1.250 χρυσά φιορίνια, υπονοώντας ότι ο Ουνυάδης τον είχε συνοδεύσει στη Βοημία.[33][35] Ο Ουνυάδης φαίνεται ότι μελέτησε τις τακτικές των Χουσιτών σε αυτήν την περίπτωση, επειδή αργότερα εφάρμοσε τα χαρακτηριστικά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βαγονιών ως κινητού φρουρίου.[21][35][36] Στις 9 Δεκεμβρίου 1437 ο Σιγισμούνδος πέθανε και ο γαμπρός του Αλβέρτος εξελέγη βασιλιάς της Ουγγαρίας σε εννέα ημέρες.[37] Σύμφωνα με τους ιστορικούς Tέκε και Ενγκελ ο Ουνυάδης επέστρεψε σύντομα στα νότια σύνορα του βασιλείου που υπέφεραν από Οθωμανικές επιδρομές.[33][35] Σε αντίθεση με αυτούς ο Μουρεσάνου λέει ότι ο Ουνυάδης υπηρέτησε τον βασιλιά Αλβέρτο στη Βοημία για τουλάχιστον ένα χρόνο, μέχρι τα τέλη του 1438.[38] Ο

Οι πρώτες μάχες με τους Οθωμανούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ιωάννης Ουνυάδης (Ιωάννης του Τούροτς - Chronica Hungarorum, 1488)

Στα τέλη του 1438 οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας.[39] Την ίδια χρονιά τα Οθωμανικά στρατεύματα —με την υποστήριξη του Βλαντ Β΄ Ντράκουλ, Πρίγκιπα της Βλαχίας— εισέβαλαν στην Τρανσυλβανία, λεηλατώντας το Χέρμανσταντ/Νάγκισεμπεν, το Γκιούλαφεχερβαρ (σημερινή Άλμπα Ιούλια της Ρουμανίας) και άλλες πόλεις.[40] Οταν οι Οθωμανοί έθεσαν υπό πολιορκία το Σμεντέρεβο, το τελευταίο σημαντικό σερβικό οχυρό, τον Ιούνιο του 1439 ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς, Δεσπότης της Σερβίας, κατέφυγε στην Ουγγαρία για να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια.[39][41]

Ο Βασιλιάς Αλβέρτος κήρυξε γενική εξέγερση των ευγενών κατά των Οθωμανών, αλλά λίγοι ένοπλοι ευγενείς συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Τίτελ έτοιμοι να πολεμήσουν.[42][43] Αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν ο Ουνυάδης,[43] που έκανε επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και τους νίκησε σε μικρότερες αψιμαχίες, γεγονός που συνέβαλε στην άνοδο της φήμης του.[43] Οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Σμεντέρεβο τον Αύγουστο.[41][44] Ο βασιλιάς Αλβέρτος διόρισε τους αδελφούς Ουνυάδη Μπαν του Σέβεριν, αναδεικνύοντάς τους στην τάξη των «πραγματικών βαρόνων του βασιλείου».[45] Τους παραχώρησε επίσης μια βλάχικη περιοχή στην Κομητεία Tέμες.[46]

Ο Βασιλιάς Αλβέρτος πέθανε από δυσεντερία στις 27 Οκτωβρίου 1439.[47] Η χήρα του Ελισάβετ – κόρη του Αυτοκράτορα Σιγισμούνδου – γέννησε ένα γιο, τον Λαδίσλαο.[48] Οι Τάξεις του βασιλείου πρόσφεραν το στέμμα στον Βλαδισλάο, βασιλιά της Πολωνίας, αλλά η Ελισάβετ έστεψε τον νεογέννητο γιο τους βασιλιά στις 15 Μαΐου 1440.[49] Ωστόσο ο Λαδίσλαος αποδέχτηκε την προσφορά των Τάξεων και στέφθηκε επίσης βασιλιάς στις 17 Ιουλίου.[49] Κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε μεταξύ των οπαδών των δύο βασιλιάδων ο Ουνυάδης υποστήριξε τον Λαδίσλαο.[50] Ο Ουνυάδης πολέμησε εναντίον των Οθωμανών στη Βλαχία και γι'αυτό ο βασιλιάς Λαδίσλαος του παραχώρησε πέντε κτήσεις κοντά στα οικογενειακά κτήματά του στις 9 Αυγούστου 1440.[51]

Λεπτομέρεια της σφραγίδας του Λαδίσλαου, βασιλιά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, τον οποίο ο Ουνυάδης υποστήριξε στον εμφύλιο πόλεμο του 1440-1442.

Ο Ουνυάδης μαζί με τον Νικόλαο του Iλοκ εξόντωσαν τα στρατεύματα των αντιπάλων του Λαδίσλαου στο Μπάτασεκ στις αρχές κιόλας του 1441.[20][52] Η νίκη τους ουσιαστικά έβαλε τέλος στον εμφύλιο πόλεμο.[52] Ο ευγνώμων Βασιλιάς διόρισε τον Ουνυάδη και τον σύντροφό του Βοεβόδες της Τρανσυλβανίας και Κόμητες των Σέκελι τον Φεβρουάριο.[20][52] Ο Βασιλιάς τους όρισε επίσης Ισπάν της Κομητείας Τέμες και τους ανέθεσε τη διοίκηση του Βελιγραδίου και όλων των άλλων κάστρων κατά μήκος του Δούναβη.[20][53]

Δεδομένου ότι ο Νικόλαος του Iλοκ περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στη βασιλική αυλή, στην πράξη ο Ουνυάδης διοικούσε μόνος την Τρανσυλβανία και τα νότια σύνορα.[54][55] Λίγο μετά τον διορισμό του ο Ουνυάδης επισκέφτηκε την Τρανσυλβανία όπου οι αντάρτες του παιδιού Λαδίσλαου Ε΄ είχαν διατηρήσει ισχυρή θέση.[56] Αφού ο Ουνυάδης ειρήνευσε την Τρανσυλβανία, οι περιοχές υπό τη διοίκησή του παρέμειναν αδιατάρακτες από εσωτερικές συγκρούσεις, επιτρέποντάς του να επικεντρωθεί στην υπεράσπιση των συνόρων.[56] Με την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων των ντόπιων γαιοκτημόνων στη βασιλική αυλή ο Ουνυάδης ενίσχυσε τη θέση του στις επαρχίες υπό τη διακυβέρνησή του.[57] Για παράδειγμα απέσπασε επιχορηγήσεις γης και προνόμια για ντόπιους ευγενείς από τον Βασιλιά.[57]

Ο Ιωάννης άρχισε να επισκευάζει τα τείχη του Βελιγραδίου, που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια μιας οθωμανικής επίθεσης.[58] Σε αντίποινα για τις οθωμανικές επιδρομές στην περιοχή του ποταμού Σάβου εισέβαλε στην Οθωμανική επικράτεια το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 1441.[59] και σημείωσε μια μεγάλη νίκη επί του Ισάκ Μπέη, διοικητή του Σμεντέροβο.[60]

Στις αρχές του επόμενου έτους ο Μπέης Μεζίντ εισέβαλε στην Τρανσυλβανία με δύναμη 17.000 στρατιωτών.[61] Ο Ουνυάδης αιφνιδιάστηκε και έχασε την πρώτη μάχη κοντά στο Μάροσεντιμρε (Σέντιμπρου της Ρουμανίας).[58][62] Ο Μπέης Μεζίντ πολιόρκησε το Χέρμανσταντ, αλλά οι ενωμένες δυνάμεις του Ουνυάδη και του Ουίλακι, που στο μεταξύ είχαν φτάσει στην Τρανσυλβανία, ανάγκασαν τους Οθωμανούς να άρουν την πολιορκία.[58] Οι Οθωμανικές δυνάμεις εξολοθρεύτηκαν στο Γκιούλαφεχερβαρ στις 22 Μαρτίου.[58][62]

Ο Πάπας Ευγένιος Δ΄, που υπήρξε ενθουσιώδης προπαγανδιστής μιας νέας σταυροφορίας κατά των Οθωμανών, έστειλε τον λεγάτο του, τον καρδινάλιο Τζουλιάνο Τσεζαρίνι στην Ουγγαρία.[63] Ο Καρδινάλιος έφτασε τον Μάιο του 1442 με αποστολή να μεσολαβήσει για μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Βασιλιά Βλαδίσλαου και της Χήρας Βασίλισσας Ελισάβετ.[64][65] Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μουράτ Β΄ έστειλε τον Σιχαμπεντίν Πασά —τον κυβερνήτη της Ρούμελης— για να εισβάλει στην Τρανσυλβανία με δύναμη 70.000 ανδρών.[58] Ο Πασάς δήλωσε ότι και μόνο η θέα του τουρμπανιού του θα ανάγκαζε τους εχθρούς του να τρέξουν μακριά.[66] Αν και ο Ουνυάδης μπόρεσε να συγκεντρώσει μόνο μια δύναμη 15.000 ανδρών, κατέφερε συντριπτική ήττα επί των Οθωμανών στον Ποταμό Ιαλομίτσα τον Σεπτέμβριο.[58][64] Ο Ουνυάδης τοποθέτησε τον Μπασαράμπ Β΄ στον πριγκιπικό θρόνο της Βλαχίας, αλλά ο αντίπαλος του Μπασαράμπ Βλαντ Ντράκουλ επέστρεψε και τον ανάγκασενα φύγει στις αρχές του 1443 [67]

Οι νίκες του Ουνυάδη το 1441 και το 1442 τον έκαναν επιφανή εχθρό των Οθωμανών και διάσημο σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο.[64][68] Καθιέρωσε μια σθεναρή επιθετική στάση στις μάχες του, που του έδινε τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει την αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών μέσω αποφασιστικών ελιγμών.[69] Απασχόλησε μισθοφόρους (πολλοί από τους οποίους είχαν πρόσφατα διαλύσει στρατεύματα Τσέχων Χουσιτών), αυξάνοντας τον επαγγελματισμό στις τάξεις του [70] και συμπληρώνοντάς τους με πολυάριθμους άτακτους από τους ντόπιους αγρότες.[71]

Στρατηγός και πολιτικός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η "Μακρά Εκστρατεία" (1442–1444)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1443 ο Βασιλιάς Βλαδίσλαος και οι βαρόνοι του αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια μεγάλη εκστρατεία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[72] Με τη μεσολάβηση του καρδινάλιου Τσεζαρίνι ο Βλαδίσλαος κατέληξε σε ανακωχή με τον Φρειδερίκο Γ΄ της Γερμανίας, που ήταν κηδεμόνας του παιδιού Λαδίσλαου Ε΄.[73] Η ανακωχή εξασφάλιζε ότι ο Φρειδερίκος Γ' δεν θα επιτεθεί στην Ουγγαρία τους επόμενους δώδεκα μήνες.[74]

Ξοδεύοντας περίπου 32.000 χρυσά φιορίνια από το ταμείο του ο Ουνυάδης προσέλαβε περισσότερους από 10.000 μισθοφόρους.[75] Ο Βασιλιάς συγκέντρωσε επίσης στρατεύματα και έφθασαν ενισχύσεις από την Πολωνία και τη Μολδαβία.[75] Ο Βασιλιάς και ο Ουνυάδης αναχώρησαν για την εκστρατεία επικεφαλής ενός στρατού 25–27.000 ανδρών το φθινόπωρο του 1443.[75] Θεωρητικά τον στρατό διοικούσε ο Βλαδίσλαος, αλλά πραγματικός αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο Ουνυάδης.[76] Ο Δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς ενώθηκε μαζί τους με δύναμη 8.000 ανδρών.[58][75]

Ο Ουνυάδης διοικούσε τις εμπροσθοφυλακές και κατατρόπωσε τέσσερις μικρότερες οθωμανικές δυνάμεις, εμποδίζοντας την ενοποίησή τους.[77] Κατέλαβε το Κρούσεβατς, τη Νις και τη Σόφια.[78][79] Ωστόσο τα ουγγρικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν να διασπάσουντα περάσματα του Αίμου προς την Αδριανούπολη.[80][81] Ο κρύος καιρός και η έλλειψη προμηθειών ανάγκασαν τα χριστιανικά στρατεύματα να σταματήσουν την εκστρατεία στη Zλάτιστα.[81][82][83] Αφού νίκησαν στη μάχη της Κουνόβιτσα επέστρεψαν στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο και στη Βούδα τον Φεβρουάριο του 1444.[84]

Η μάχη της Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444–1446)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Μάχη της Βάρνας
Η Mάχη της Βάρνας, όπως απεικονίζεται στην έκδοση του 1564 του Πολωνικού Χρονικού του Μάρτιν Μπιέλσκι

Αν και καμία σημαντική οθωμανική δύναμη δεν είχε ηττηθεί η «μακρά εκστρατεία» του Ουνυάδη προκάλεσε ενθουσιασμό σε ολόκληρη τη χριστιανική Ευρώπη.[82] Ο Πάπας Ευγένιος, ο Φίλιππος ο Καλός, Δούκας της Βουργουνδίας και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ζήτησαν μια νέα σταυροφορία, υποσχόμενοι οικονομική ή στρατιωτική υποστήριξη.[85] Ο σχηματισμός ενός «κόμματος» —μιας ομάδας ευγενών και κληρικών— υπό την ηγεσία του Ουνυάδη μπορεί να χρονολογηθεί αυτή την περίοδο.[86] Κύριος σκοπός τους ήταν η άμυνα της Ουγγαρίας έναντι των Οθωμανών.[86] Σύμφωνα με μια επιστολή του Γεώργιου Μπράνκοβιτς ο Ουνυάδης ξόδεψε περισσότερα από 63.000 χρυσά φιορίνια για να προσλάβει μισθοφόρους το πρώτο εξάμηνο του έτους.[87] Ένας διαπρεπής εκπρόσωπος του αναγεννησιακού ουμανισμού στην Ουγγαρία, ο Γιάνος Βίτεζ, έγινε στενός φίλος του Ουνυάδη εκείνη την εποχή.[86]

Η προέλαση των χριστιανικών δυνάμεων στην οθωμανική επικράτεια ενθάρρυνε επίσης τους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου να εξεγερθούν στις περιφέρειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[80][82] Για παράδειγμα ο Σκεντέρμπεης, Αλβανός ευγενής, έδιωξε τους Οθωμανούς από την Κρούγια και όλα τα άλλα φρούρια που κάποτε κατείχε η οικογένειά του.[88] Ο Σουλτάνος Μουράτ Β', του οποίου το κύριο μέλημα ήταν μια εξέγερση των Καραμανιδών στη Μικρά Ασία, πρόσφερε γενναιόδωρους όρους ειρήνης στον Βασιλιά Βλαδίσλαο.[85] Υποσχέθηκε μάλιστα να αποσύρει τις οθωμανικές φρουρές από τη Σερβία, αποκαθιστώντας έτσι το ημιαυτόνομο καθεστώς της υπό τον Δεσπότη Γεώργιο Μπράνκοβιτς.[89] Πρόσφερε επίσης ανακωχή για δέκα χρόνια.[90] Οι Ούγγροι απεσταλμένοι αποδέχθηκαν την προσφορά του Σουλτάνου στην Αδριανούπολη στις 12 Ιουνίου 1444.[90]

Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς, που ήταν ευγνώμων για την αποκατάσταση του βασιλείου του, δώρισε τα κτήματά του στο Βίλαγκος (σημερινή Σίρια της Ρουμανίας) της Κομητεία Zάραντ στον Ουνυάδη στις 3 Ιουλίου.[91][92] Ο Ουνυάδης πρότεινε στον Βασιλιά Βλαδίσλαο να επιβεβαιώσει τη συμφέρουσα συνθήκη, αλλά ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι προέτρεψε τον μονάρχη να συνεχίσει τη σταυροφορία.[93][94] Στις 4 Αυγούστου ο Βλαδίσλαος ορκίστηκε επίσημα ότι θα ξεκινήσει εκστρατεία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το τέλος του έτους, ακόμη και αν συναφθεί συνθήκη ειρήνης.[93] Σύμφωνα με τον Ιωάννη του Τούροτς ο βασιλιάς εξουσιοδότησε τον Ουνυάδη να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης στις 15 Αυγούστου.[93] Σε μια εβδομάδα ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς παραχώρησε τις εκτεταμένες κτήσεις του στο Βασίλειο της Ουγγαρίας —συμπεριλαμβανομένων των Ντέμπρετσεν, Μούνκατς (σημερινό Μουκάτσεβε της Ουκρανίας) και Νάγκιπανια (σημερινή Μπάια Μάρε της Ρουμανίας)—στον Ουνυάδη.[93]

Ο Βασιλιάς Βλαδίσλαος, τον οποίο ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι προέτρεψε να τηρήσει τον όρκο του, αποφάσισε να εισβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το φθινόπωρο.[85] Μετά από πρόταση του Καρδινάλιο, πρόσφερε στον Ουνυάδη το στέμμα της Βουλγαρίας.[93] Οι σταυροφόροι αναχώρησαν από την Ουγγαρία στις 22 Σεπτεμβρίου.[93] Σχεδίαζαν να προχωρήσουν προς τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Αίμου.[95][96] Περίμεναν ότι ο Βενετσιάνικος στόλος θα εμπόδιζε τον Σουλτάνο Μουράτ να μεταφέρει οθωμανικές δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στα Βαλκάνια, αλλά οι Γενουάτες μετέφεραν τον στρατό του σουλτάνου στα Δαρδανέλια.[76] Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν κοντά στη Βάρνα στις 10 Νοεμβρίου.[93]

Αν και ήταν μισοί από αυτούς οι σταυροφόροι κυριάρχησαν αρχικά το πεδίο της μάχης κατά των Οθωμανών.[97][98] Ωστόσο ο νεαρός Βασιλιάς Βλαδίσλαος εξαπέλυσε πρόωρη επίθεση κατά των γενίτσαρων και σκοτώθηκε.[97] Εκμεταλλευόμενοι τον πανικό των σταυροφόρων οι Οθωμανοί εξολόθρευσαν τον στρατό τους.[97][99] Ο Ουνυάδης διέφυγε τελευταία στιγμή από το πεδίο της μάχης, αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε από Βλαχούς στρατιώτες.[100][101] Ωστόσ, ο Βλαντ Ντράκουλ τον άφησε ελεύθερο σύντομα.[101]

Στην επόμενη Δίαιτα της Ουγγαρίας, που συγκλήθηκε τον Απρίλιο του 1445, οι Τάξεις ομόφωνα αποφάσισαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του παιδιού Λαδίσλαου Ε' αν ο βασιλιάς Βλαδίσλαος, του οποίου η τύχη αγνοείτο ακόμα, δεν είχε φτάσει στην Ουγγαρία μέχρι τα τέλη Μαΐου.[97][102] Οι Τάξεις εξέλεξαν επίσης επτά «Αρχιστράτηγους», συμπεριλαμβανομένου του Ουνυάδη, καθένας από τους οποίους ήταν υπεύθυνος για την αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης στην επικράτεια που του είχε παραχωρηθεί.[97][103] Στον Ουνυάδη ανατέθηκε να διαχειρίζεται τα εδάφη ανατολικά του ποταμού Τίσα,[97][104] όπου κατείχε τουλάχιστον έξι κάστρα και κτήματα σε περίπου δέκα κομητείες, γεγονός που τον έκανε τον πιο ισχυρό βαρόνο στην περιοχή υπό την κυριαρχία του.[105]

Ο Ουνυάδης σχεδίαζε να οργανώσει μια νέα σταυροφορία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[106] Για τον σκοπό αυτό βομβάρδισε τον Πάπα και άλλους Δυτικούς μονάρχες με επιστολές το 1445.[106][107] Τον Σεπτέμβριο είχε μια συνάντηση στη Νικόπολη με τον Βαλεράν ντε Βαβρέν (ανιψιό του χρονικογράφου Ζαν ντε Βαβρέν), τον καπετάνιο οκτώ γαλέρων της Βουργουνδίας, και τον Βλαντ Ντράκουλ της Βλαχίας, που είχε αποσπάσει μικρά φρούρια κατά μήκος του Κάτω Δούναβη από τους Οθωμανούς.[106][108][109] Ωστόσο δεν διακινδύνευσε μια σύγκρουση με τις οθωμανικές φρουρές που βρίσκονταν στη νότια όχθη του ποταμού και επέστρεψε στην Ουγγαρία πριν από τον χειμώνα.[108] Ο Βλαντ Ντράκουλ σύντομα σύναψε συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς.[109]

Kυβερνήτης (1446–1453)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύρια είσοδος του Κάστρου Ουνυάδη (στη Χουνεντοάρα της σημερινής Ρουμανίας)

Οι Τάξεις του βασιλείου ανακήρυξαν τον Ουνυάδη αντιβασιλέα, απονέμοντάς του τον τίτλο του «κυβερνήτη» στις 6 Ιουνίου 1446.[102][110] Η εκλογή του προωθήθηκε κυρίως από τους κατώτερους ευγενείς, αλλά ο Ουνυάδης είχε γίνει τότε ένας από τους πλουσιότερους βαρόνους του βασιλείου.[111] Οι περιοχές του κάλυπταν μια έκταση που ξεπερνούσε τα 8 τετ. χλμ.[112] Ηταν ένας από τους λίγους βαρόνους της εποχής του, που ξόδεψαν σημαντικό μέρος των εσόδων τους για να χρηματοδοτήσουν τους πολέμους κατά των Οθωμανών, αναλαμβάνοντας έτσι μεγάλο μερίδιο του κόστους των μαχών για πολλά χρόνια.[113]

Ως κυβερνήτης ο Ουνυάδης εξουσιοδοτήθηκε να ασκεί τα περισσότερα βασιλικά προνόμια όσο ήταν ανήλικος ο βασιλιάς Λαδίσλαος Ε'.[103] Για παράδειγμα μπορούσε να κάνει επιχορηγήσεις γης, αλλά μόνο μέχρι το μέγεθος των 32 αγροτικών εκμεταλλεύσεων.[114] Προσπάθησε να ειρηνεύσει τις παραμεθόριες περιοχές.[97] Λίγο μετά την εκλογή του ξεκίνησε μια ανεπιτυχή εκστρατεία εναντίον του Ούλριχ Β', κόμη του Τσέλιε.[115] Ο κόμης Ούλριχ διοικούσε τη Σλαβονία με τον τίτλο του μπαν (τον οποίο είχε υιοθετήσει αυθαίρετα) και αρνήθηκε να τον αποκηρύξει χάριν του διορισμένου Ουνυάδη, αλλά [115] ο Ουνυάδης δεν μπόρεσε να τον αναγκάσει να υποταχθεί.[115]

Ο Ουνυάδης έπεισε τον Ιωάννη Ισκρα του Μπράντυ —ένα Τσέχο διοικητή που έλεγχε τις βόρειες περιοχές (στη σημερινή Σλοβακία)— να υπογράψει ανακωχή για τρία χρόνια στις 13 Σεπτεμβρίου.[97][110] Ωστόσο ο Γίσκρα δεν τήρησε την εκεχειρία και οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν.[116] Τον Νοέμβριο ο Ουνυάδης στράφηκε εναντίον του Φρειδερίκου Γ' της Γερμανίας, που είχε αρνηθεί να απελευθερώσει τον Λαδίσλαο Ε', και κατέλαβε το Κιόσεγκ, το Σόπρον και άλλες πόλεις κατά μήκος των δυτικών συνόρων.[117] Τα στρατεύματα του Ουνυάδη λεηλάτησαν την Αυστρία, τη Στυρία, την Καρινθία και την Καρνιόλα, αλλά δεν δόθηκε καμία αποφασιστική μάχη.[102][118] Την 1η Ιουνίου 1447 υπογράφηκε ανακωχή με τον Φρειδερίκο Γ'.[119] Αν και ο Φρειδερίκος παραχώρησε το Γκιέρ, η θέση του ως κηδεμόνα του ανήλικου Βασιλιά επιβεβαιώθηκε.[119][120] Οι Τάξεις του βασιλείου απογοητεύτηκαν και η Δίαιτα εξέλεξε τον Λαδίσλαο Γκαράι —αρχηγό των αντιπάλων του Ουνυάδη— Παλατίνο τον Σεπτέμβριο του 1447[121][122]

Ο Ουνυάδης επιτάχυνε τις διαπραγματεύσεις του, που είχαν ξεκινήσει τον προηγούμενο χρόνο, με τον Αλφόνσο τον Μεγαλόψυχο, Βασιλιά της Αραγονίας και της Νάπολης.[122] Πρόσφερε μάλιστα το στέμμα στον Αλφόνσο με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του σε μια αντιοθωμανική σταυροφορία και την επιβεβαίωση της θέσης του ως κυβερνήτη.[122] Ωστόσο ο Βασιλιάς Αλφόνσος απέφυγε να υπογράψει συμφωνία.[123]

Ο Ουνυάδης εισέβαλε στη Βλαχία και εκθρόνισε τον Βλαντ Ντράκουλ τον Δεκέμβριο του 1447.[109][119] Σύμφωνα με τον Πολωνό χρονικογράφο της εποχής Γιαν Ντουούγκος ο Ουνυάδης τύφλωσε «τον άνθρωπο που υποσχέθηκε να κάνει βοεβόδα» και σχεδίαζε «να οικειοποιηθεί»[124] τη Βλαχία για τον εαυτό του.[125] Αυτοανακηρύχθηκε «βοεβόδας της πέραν των Αλπεων χώρας» και αναφέρεται στην πόλη της Βλαχίας Τιργκόβιστε ως «το φρούριό μας» σε μια επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου.[126] Είναι αναμφίβολο ότι ο Ουνυάδης εγκατέστησε ένα νέο βοεβόδα στη Βλαχία, αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν αν ο νέος βοεβόδας ήταν ο Βλάντισλαβ Β' (στον οποίο ο Ουνυάδης αναφέρθηκε ως συγγενής του σε μια επιστολή) ή ο Νταν (που φαίνεται να ήταν γιος του Μπασαράμπ Β΄).[109][127][128] Τον Φεβρουάριο του 1448 ο Ουνυάδης έστειλε στρατό στη Μολδαβία για να υποστηρίξει τον Πέτρου, διεκδικητή για την κατάληψη του θρόνου.[129] Σε αντάλλαγμα ο Πέτρος αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ουνυάδη και συνέβαλε στην εγκατάσταση μιας ουγγρικής φρουράς στο φρούριο Κίλια Βέκε του Κάτω Δούναβη.[129]

Ο Ουνυάδης έκανε μια νέα προσπάθεια να εκδιώξει τον κόμη Ούλριχ του Τσέλιε από τη Σλαβονία, αλλά δεν μπόρεσε να τον νικήσει.[115] Τον Ιούνιο ο Ουνυάδης και ο Κόμης κατέληξαν σε συμφωνία, που επιβεβαίωσε τη θέση του Κόμη Ούλριχ ως Μπαν της Σλαβονίας.[115] Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Ουνυάδης έστειλε τους απεσταλμένους του στους δύο πιο εξέχοντες Αλβανούς ηγέτες — τον Σκεντέρμπεη και τον πεθερό του Γκιέργκι Αριανίτι — για να ζητήσουν τη βοήθειά τους κατά των Οθωμανών.[128] Ο Πάπας Ευγένιος πρότεινε να αναβληθεί η αντιοθωμανική εκστρατεία.[123] Ωστόσο ο Ουνυάδης δήλωσε, σε μια επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 1448, ότι «αρκετά οι άντρες μας σκλάβοι, οι γυναίκες μας βιασμένες, τα βαγόνια φορτωμένα με τα κομμένα κεφάλια του λαού μας» και εξέφρασε την αποφασιστικότητά του να εκδιώξει «τον εχθρό από την Ευρώπη».[123][130] Στην ίδια επιστολή εξήγησε τη στρατιωτική του στρατηγική στον Πάπα, δηλώνοντας ότι «η δύναμη είναι πάντα μεγαλύτερη όταν χρησιμοποιείται στην επίθεση παρά στην άμυνα».[131]

Ερείπια του παλατιού του Δεσπότη Γεώργιου Μπράνκοβιτς στο Φρούριο του Σμεντέρεβο—Ο Ουνυάδης κρατήθηκε αιχμάλωτος σε αυτό το φρούριο μετά την ήττα του στη Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448

Ο Ουνυάδης αναχώρησε για τη νέα εκστρατεία επικεφαλής ενός στρατού 16.000 στρατιωτών τον Σεπτέμβριο του 1448.[130] Περίπου 8.000 στρατιώτες από τη Βλαχία συμμετείχαν επίσης στην εκστρατεία του.[130][132] Επειδή ο Γεώργιος Μπράνκοβιτςαρνήθηκε να βοηθήσει τους σταυροφόρους, ο Ουνυάδης τον αντιμετώπισε ως σύμμαχο των Οθωμανών και ο στρατός του βάδισε μέσω της Σερβίας λεηλατώντας την ύπαιθρο.[133] Προκειμένου να αποτρέψει την ενοποίηση των στρατών του Ουνυάδη και του Σκεντέρμπεη, ο Σουλτάνος Μουράτ Β' ενεπλάκη σε μάχη με τον Ουνυάδη στο Κόσοβο Πόλιε στις 17 Οκτωβρίου.[130] Η μάχη, που κράτησε τρεις μέρες, έληξε με τη συντριπτική ήττα των σταυροφόρων.[116] Περίπου 17.000 Ούγγροι και Βλάχοι στρατιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και ο Ουνυάδης μόλις και μπόρεσε να διαφύγει από το πεδίο της μάχης.[130] Καθ' οδόν προς την πατρίδα του συνελήφθη από τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς, που τον κράτησε αιχμάλωτο στο Φρούριο του Σμεντέρεβο.[116][134] Ο Δεσπότης αρχικά σκεφτόταν να παραδώσει τον Ουνυάδη στους Οθωμανούς.[134] Ωστόσο οι Ούγγροι βαρόνοι και ιεράρχες που συγκεντρώθηκαν στο Σέγκεντ τον έπεισαν να συνάψει μαζί του ειρήνη.[130][134] Σύμφωνα με τη συνθήκη ο Ουνυάδη υποχρεώθηκε να πληρώσει λύτρα 100.000 χρυσών φιορινιών και να επιστρέψει όλες τις κτήσεις που του είχε αποσπάσει[130][134] και ο μεγαλύτερος γιος του Ουνυάδη Λαδίσλαος στάλθηκε στον Δεσπότη ως όμηρος.[130][135] Ο Ουνυάδης αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην Ουγγαρία στα τέλη Δεκεμβρίου 1448.[134][135]

Η ήττα του και η ταπεινωτική συνθήκη του με τον Δεσπότη αποδυνάμωσαν τη θέση του Ουνυάδη.[130] Οι ιεράρχες και οι βαρόνοι επικύρωσαν τη συνθήκη και ανέθεσαν στον Μπράνκοβιτς να διαπραγματευτεί με τους Οθωμανούς και ο Ουνυάδης παραιτήθηκε από το αξίωμα του Βοεβόδα της Τρανσυλβανίας.[136] Εισέβαλε στα εδάφη που ελέγχονταν από τον Ιωάννη Ισκρα και τους Τσέχους μισθοφόρους του το φθινόπωρο του 1449, αλλά δεν μπόρεσε να τους νικήσει.[137][138] Από την άλλη πλευρά οι ηγεμόνες δύο γειτονικών χωρών — ο Στέφαν Τόμας της, Βασιλιάς της Βοσνίας, και ο Μπόγκνταν Β΄, Βοεβόδας της Μολδαβίας — συνήψαν συνθήκη με τον Ουνυάδη, υποσχόμενοι να παραμείνουν πιστοί σε αυτόν.[139][140] Στις αρχές του 1450 ο Ουνυάδης και η Ισκρα υπέγραψαν μια συνθήκη ειρήνης στο Μέζεκεβεσντ, αναγνωρίζοντας πολλές ευημερούσες πόλεις στην Άνω Ουγγαρία—συμπεριλαμβανομένου του Πρέσμπουργκ/Πόζονι (σημερινή Μπρατισλάβα της Σλοβακίας) και του Κάσα (σημερινό Κόσιτσε της Σλοβακίας)—να παραμείνουν υπό την κυριαρχία του Ισκρα.[141][142]

Κατόπιν απαίτησης του Ουνυάδη η Δίαιτα του Μαρτίου 1450 διέταξε τη δήμευση των κτημάτων του Μπράνκοβιτς στο Βασίλειο της Ουγγαρίας.[140][143] Ο Ουνυάδης και τα στρατεύματά του αναχώρησαν για τη Σερβία, αναγκάζοντας τον Μπράνκοβιτς να απελευθερώσει τον γιο του.[143][144] Ο Ουνυάδης, ο Λαδίσλαος Γκαράι και ο Νίκολας Ούιλακι συνήψαν μια συνθήκη στις 17 Ιουλίου 1450, υποσχόμενοι ο ένας στον άλλο βοήθεια για τη διατήρηση των αξιωμάτων τους σε περίπτωση που ο Βασιλιάς Λαδίσλαος Ε΄ επέστρεφε στην Ουγγαρία.[143][144] Τον Οκτώβριο ο Ουνυάδης έκανε ειρήνη με τον Φρειδερίκο Γ΄ της Γερμανίας, που επιβεβαίωσε τη θέση του Γερμανού μονάρχη ως κηδεμόνα του Λαδίσλαου Ε΄ για περαιτέρω οκτώ χρόνια.[141][144] Με τη μεσολάβηση του Ούιλακι και άλλων βαρόνων ο Ουνυάδης σύναψε επίσης μια συνθήκη ειρήνης με τον Μπράνκοβιτς τον Αύγουστο του 1451, που εξουσιοδότησε τον Ουνυάδη να εξαγοράσει τις αμφισβητούμενες περιοχές αντί 155.000 χρυσών φιορινιών.[143][145] Ο Ουνυάδης ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Ισκρα, αλλά ο Τσέχος διοικητής κατατρόπωσε τα ουγγρικά στρατεύματα κοντά στο Λόσοντς (σημερινό Λούτσενετς της Σλοβακίας) στις 7 Σεπτεμβρίου.[116] Με τη μεσολάβηση του Μπράνκοβιτς η Ουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψαν τριετή εκεχειρία στις 20 Νοεμβρίου.[146]

Οι Αυστριακοί ευγενείς εξεγέρθηκαν ενάντια στον Φρειδερίκο Γ' της Γερμανίας, που κυβερνούσε το δουκάτο στο όνομα του Λαδίσλαου του Υστερότοκου στο τέλος του 1451 και του 1452.[143][147][148] ηγέτης της εξέγερσης Ούλριχ Αιτσινγκερ ζήτησε τη βοήθεια των Τάξεων των δύο άλλων βασιλείων του Λαδίσλαου, της Βοημίας και της Ουγγαρίας.[143][148] Η Δίαιτα της Ουγγαρίας, που συνήλθε στο Πρέσμπουργκ/Πόζονι τον Φεβρουάριο του 1452, έστειλε αντιπροσωπεία στη Βιέννη.[141] Στις 5 Μαρτίου οι Αυστριακές και οι Ουγγρικές Τάξεις ζήτησαν από κοινού από τον Φρειδερίκο Γ' να παραιτηθεί από την κηδεμονία του νεαρού ηγεμόνα τους.[145] Ο Φρειδερίκος, που είχε στεφθεί Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αρχικά αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά τους.[149] Ο Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συγκάλεσε μια Δίαιτα για να συζητήσει την κατάσταση, αλλά προτού η Δίαιτα λάβει οποιαδήποτε απόφαση, τα ενωμένα στρατεύματα των Αυστριακών και Βοημικών Τάξεων ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα να παραδώσει τον νεαρό μονάρχη στον Kόμη Ούλριχ του Tσέλιε στις 4 Σεπτεμβρίου.[141][145][150] Στο μεταξύ ο Ουνυάδης είχε συναντήσει τον Ισκρα στην Κέρμετσμπανια (σημερινή Kρέμνιτσα της Σλοβακίας) όπου συνήψαν μια συνθήκη στις 24 Αυγούστου.[116][141] Σύμφωνα με αυτή ο Ισκρα διατήρησε το Λέβα (σημερινή Λέβιτσα της Σλοβακίας) και το δικαίωμά του να εισπράττει το «τριακοστό» —έναν τελωνειακό δασμό— στο Κέσμαρκ (σημερινό Κέζμαροκ της Σλοβακίας) και στο Ολουμπλο (σημερινή Στάρα Λούμποβνα της Σλοβακίας).[116][151] Τον Σεπτέμβριο ο Ουνυάδης έστειλε απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη και υποσχέθηκε στρατιωτική βοήθεια στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.[152] Σε αντάλλαγμα ζήτησε δύο βυζαντινά οχυρά στη Μαύρη Θάλασσα, τη Σηλυβρία και το Μεσημβρία, αλλά ο Αυτοκράτορας αρνήθηκε.[153]

Ο Ουνυάδης συγκάλεσε μια δίαιτα στη Βούδα, αλλά οι βαρόνοι και οι ιεράρχες προτίμησαν να επισκεφτούν τον Λαδίσλαο Ε' στη Βιέννη τον Νοέμβριο.[145] Στη Δίαιτα της Βιέννης ο Ουνυάδης αποποιήθηκε την αντιβασιλεία, αλλά ο Βασιλιάς τον διόρισε «στρατηγό του βασιλείου» στις 30 Ιανουαρίου 1453.[145][154][155] Ο βασιλιάς ενέκρινε ακόμη ο Ουνυάδης να κρατήσει τα βασιλικά κάστρα και τα βασιλικά έσοδα που είχε εκείνη την εποχή.[154] Ο Ουνυάδης έλαβε επίσης το Μπέστερτσε (σημερινή Μπίστριτσα της Ρουμανίας)—μια περιοχή των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας—με τον τίτλο «ισόβιος κόμης» από τον Λαδίσλαο Ε', που ήταν η πρώτη παραχώρηση κληρονομικού τίτλου στο Βασίλειο της Ουγγαρίας.[147]

Συγκρούσεις και συνδιαλλαγές (1453-1455)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Λαδίσλαος ο Υστερότοκος, Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Βοημίας και Δούκας της Αυστρίας

Σε επιστολή της 28ης Απριλίου 1453 ο Αινείας Σίλβιος Πικολομίνι —ο μελλοντικός Πάπας Πίος Β'— δήλωσε ότι τα βασίλεια του Βασιλιά Λαδίσλαου Ε' διοικούνταν από «τρεις άνδρες»: η Ουγγαρία από τον Ουνυάδη, η Βοημία από τον Γεώργιος Ποντιέμπραντυ και η Αυστρία από τον Ούλριχ Β΄ του Τσέλιε.[156] Ωστόσο η θέση του Ουνυάδη σταδιακά αποδυναμώθηκε, επειδή ακόμη και πολλοί από τους πρώην συμμάχους του θεώρησαν ότι με τις πράξεις του διατηρούσε την εξουσία του με καχυποψία.[157] Οι πολίτες του Μπέστερτσε τον ανάγκασαν να εκδώσει ένα καταστατικό χάρτη επιβεβαίωσης των παραδοσιακών ελευθεριών τους στις 22 Ιουλίου.[158] Ο μακροχρόνιος φίλος του Νίκολας Ούιλακι έκανε μια επίσημη συμμαχία με τον Παλατίνο Λαδίσλαο Γκάραϊ και τον Βασιλικό δικαστή Λαδίσλαο Πάλοτσι, δηλώνοντας την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν τη βασιλική εξουσία τον Σεπτέμβριο.[159]

Ο Ουνυάδης συνόδευσε τον νεαρό βασιλιά στην Πράγα και συνήψε συνθήκη με τον Ούλριχ Αιτσινγκερ ( που είχε εκδιώξει τον Ούλριχ του Τσέλιε από την Αυστρία) και τον Γεώργιο Ποντιέμπραντυ στο τέλος του έτους.[160][161] Έχοντας επιστρέψει στην Ουγγαρία ο Ουνυάδης συγκάλεσε, στο όνομα του Βασιλιά αλλά χωρίς την άδειά του, μια Δίαιτα προκειμένου να προετοιμαστεί για ένα πόλεμο κατά των Οθωμανών που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1453.[161][162] Η Δίαιτα διέταξε την κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων και η θέση του Ουνυάδη ως ανώτατου διοικητή επιβεβαιώθηκε για ένα χρόνο, αλλά πολλές από τις αποφάσεις δεν εκτελέστηκαν ποτέ.[161][163] Για παράδειγμα η Δίαιτα υποχρέωνε όλους τους γαιοκτήμονες να εξοπλίσουν τέσσερις ιππείς και δύο πεζούς για κάθε εκατό αγροτικά νοικοκυριά στις περιοχές τους, αλλά αυτός ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη.[161][164]

Ο Λαδίσλαος Ε' συγκάλεσε μια νέα Δίαιτα που συνήλθε τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο.[161][165] Σε αυτή οι απεσταλμένοι του -τρεις Αυστριακοί ευγενείς- ανακοίνωσαν ότι ο Βασιλιάς σχεδίαζε να διαχειρίζεται τα βασιλικά έσοδα μέσω αξιωματούχων που εκλέγονταν από τη Δίαιτα και να συστήσει δύο συμβούλια (επίσης με μέλη εκλεγμένα από τις Τάξεις) για να τον βοηθούν στη διακυβέρνηση της χώρας.[157][161][166] Ωστόσο η Δίαιτα αρνήθηκε να επικυρώσει τις περισσότερες από τις βασιλικές προτάσεις, έγινε δεκτή μόνο η ίδρυση ενός βασιλικού συμβουλίου αποτελούμενου από έξι ιεράρχες, έξι βαρόνους και έξι ευγενείς.[167] Ο Ουνυάδης, που γνώριζε καλά ότι ο Βασιλιάς προσπάθησε να περιορίσει την εξουσία του, ζήτησε εξηγήσεις, αλλά ο Βασιλιάς αρνήθηκε ότι γνώριζε την πράξη των εκπροσώπων του.[168] Από την άλλη πλευρά ο Ισκρα επέστρεψε στην Ουγγαρία μετά από αίτημα του Λαδίσλαου Ε΄ και ο βασιλιάς του ανέθεσε τη διοίκηση των πόλεων με μεταλλεία.[141][168] Σε απάντηση ο Ουνυάδης έπεισε τον Ούλριχ του Τσέλιε να του παραχωρήσει μια σειρά από βασιλικά φρούρια (και τα εδάφη που ανήκαν σε αυτά) που είχαν παραχωρηθεί στην Κομητεία του Τρέντσεν.[169]

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ εισέβαλε στη Σερβία τον Μάιο του 1454 και πολιόρκησε το Σμεντέρεβο, παραβιάζοντας έτσι την εκεχειρία του Νοεμβρίου του 1451 μεταξύ της Αυτοκρατορίας του και της Ουγγαρίας.[168] Ο Ουνυάδης αποφάσισε να επέμβει και άρχισε να συγκεντρώνει τον στρατό του στο Βελιγράδι, αναγκάζοντας τον Σουλτάνο να άρει την πολιορκία και να εγκαταλείψει τη Σερβία τον Αύγουστο.[170][170] Ωστόσο μια οθωμανική δύναμη 32.000 ατόμων συνέχισε να λεηλατεί τη Σερβία έως ότου ο Ουνυάδης την κατατρόπωσε στο Κρούσεβατς στις 29 Σεπτεμβρίου.[157][171] Έκανε μια επιδρομή κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατέστρεψε το Βίντιν πριν επιστρέψει στο Βελιγράδι.[172]

Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ' συγκάλεσε την Αυτοκρατορική Δίαιτα στο Βίνερ Νόιστατ για να συζητήσει τις δυνατότητες μιας νέας σταυροφορίας κατά των Οθωμανών.[173][174] Στη σύσκεψη, όπου ήταν παρόντες και οι απεσταλμένοι του Ούγγρου, του Πολωνού, του Αραγωνέζου και του Βουργουνδού μονάρχη, δεν λήφθηκαν οριστικές αποφάσεις, επειδή ο Αυτοκράτορας απέφυγε μια ξαφνική επίθεση κατά των Οθωμανών.[173][175] Σύμφωνα με τον Αινεία Σίλβιο Πικολομίνι ο Αυτοκράτορας εμπόδισε τον Ουνυάδη να συμμετάσχει στη συνάντηση.[175] Σε αντίθεση με τον Αυτοκράτορα ο νέος Πάπας Κάλλιστος Γ΄ υποστήριζε έντονα τη σταυροφορία.[176]

Ο Βασιλιάς Λαδίσλαος Ε' επισκέφτηκε τη Βούδα τον Φεβρουάριο του 1456.[177] Ο Ούλριχ του Τσέλιε, που συνόδευσε τον Βασιλιά στη Βούδα, επιβεβαίωσε την προηγούμενη συμμαχία του με τον Λαδίσλαο Γκάραϊ και τον Νίκολας Ούιλακι.[178] Οι τρεις βαρόνοι στράφηκαν εναντίον του Ουνυάδη και τον κατηγόρησαν για κατάχρηση εξουσίας.[173][179] Μια νέα οθωμανική εισβολή κατά της Σερβίας προώθησε μια νέα συμφιλίωση μεταξύ του Ουνυάδη και των αντιπάλων του και ο Ουνυάδης παραιτήθηκε από τη διαχείριση μέρους των βασιλικών εσόδων και τριών βασιλικών φρουρίων, συμπεριλαμβανομένης της Βούδας.[159][179] Από την άλλη πλευρά ο Ουνυάδης, ο Γκάραϊ και ο Ούιλακι συμφώνησαν να μην επιτρέψουν στον Βασιλιά να απασχολεί ξένους στη βασιλική διοίκηση τον Ιούνιο του 1455. Ο Ουνυάδης και ο Κόμης Ούλριχ συμφιλιώθηκαν επίσης τον επόμενο μήνα, όταν ο μικρότερος γιος του Ουνυάδη Ματθίας και η κόρη του Κόμη Ελισάβετ αρραβωνιάστηκαν.[180][181]

Νίκη στο Βελιγράδι και θάνατος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γοτθική τοιχογραφία της Πολιορκίας του Βελιγραδίου στην Εκκλησία της Αμωμης Σύλληψης της Παναγίας στο Όλομοουτς (1468)
Ο τάφος του Ουνυάδη στον Καθολικό Καθεδρικό Ναό του Γκιούλαφεχερβαρ/Άλμπα Ιούλια
Προσωπικό Οικόσημο – σημειώστε το κοράκι (Corvus) που απεικονίζεται στην ασπίδα, προέλευση του ονόματος Corvinus.
Λιθογραφία του Ιωάννη Ουνυάδη που μάχεται εναντίον των Οθωμανών στη Μάχη της Βάρνας, του Γιόζεφ Μάραστονι

.

Απεσταλμένοι από τη Ραγούζα (Ντούμπροβνικ της Κροατίας) ήταν οι πρώτοι που ενημέρωσαν τους Ούγγρους ηγέτες για τις προετοιμασίες που είχε κάνει ο Μωάμεθ Β' για εισβολή κατά της Ουγγαρίας.[182] Σε μια επιστολή που απευθυνόταν στον Ουνυάδη, τον οποίο χαρακτήριζε ως «Μακκαβαίο της εποχής μας», ο παπικός λεγάτος καρδινάλιος Χουάν Καρβαγιάλ κατέστησε σαφές ότι δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες ξένης βοήθειας κατά των Οθωμανών.[183] Με την υποστήριξη των Οθωμανών ο Βλάντισλαβ Β΄ της Βλαχίας λεηλάτησε ακόμη και τις νότιες περιοχές της Τρανσυλβανίας στα τέλη του 1455.[184]

Ο Ιωάννης του Καπιστράνο, Φραγκισκανός μοναχός και παπικός ιεροεξεταστής, άρχισε να κηρύττει μια αντιοθωμανική σταυροφορία στην Ουγγαρία τον Φεβρουάριο του 1456.[185][186] Η Δίαιτα διέταξε την κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων τον Απρίλιο, αλλά οι περισσότεροι βαρόνοι δεν υπάκουσαν και συνέχισαν τον πόλεμο εναντίον των τοπικών αντιπάλων τους, συμπεριλαμβανομένων των Χουσιτών στην Άνω Ουγγαρία.[185][186] Πριν αναχωρήσει από την Τρανσυλβανία κατά των Οθωμανών, ο Ουνυάδης αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μια εξέγερση από τους Βλάχους της Κομητείας Φόγκαρας.[184] Υποστήριξε επίσης τον Βλαντ Δράκουλα — γιο του θανόντος Βλαντ Ντράκουλ— να πάρει τον θρόνο της Βλαχίας από τον Βλάντισλαβ Β΄.[184][187]

Ο βασιλιάς Λαδίσλαος Ε' έφυγε από την Ουγγαρία για τη Βιέννη τον Μάιο.[188] Ο Ουνυάδης προσέλαβε 5.000 Ούγγρους, Τσέχους και Πολωνούς μισθοφόρους και τους έστειλε στο Βελιγράδι, που ήταν το βασικό φρούριο για την άμυνα των νότιων συνόρων της Ουγγαρίας.[188][189] Οι Οθωμανικές δυνάμεις βάδισαν μέσω της Σερβίας και πλησίασαν το Νάντορφεχερβαρ (σημερινό Βελιγράδι) τον Ιούνιο.[190] Μια σταυροφορία αποτελούμενη κυρίως από αγρότες από τις γειτονικές κομητείες, που είχαν ξεσηκωθεί από τη φλογερή ρητορεία του Ιωάννη του Καπιστράνο, άρχισε επίσης να συγκεντρώνεται στο φρούριο τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου.[191] Η οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου, που κατηύθυνε προσωπικά ο σουλτάνος Μωάμεθ Β', ξεκίνησε με τον βομβαρδισμό των τειχών στις 4 Ιουλίου.[188][192]

Ο Ουνυάδης προχώρησε στη συγκρότηση ενός ενισχυτικού στρατού και συγκέντρωσε ένα στόλο 200 πλοίων στον Δούναβη.[193] Ο στολίσκος αυτός κατέστρεψε τον Οθωμανικό στόλο στις 14 Ιουλίου.[193][194] Αυτός ο θρίαμβος εμπόδισε τους Οθωμανούς να ολοκληρώσουν τον αποκλεισμό, επιτρέποντας στον Ουνυάδη και τα στρατεύματά του να εισέλθουν στο φρούριο.[195][196] Οι Οθωμανοί ξεκίνησαν μια γενική επίθεση στις 21 Ιουλίου.[195][197] Με τη βοήθεια των σταυροφόρων που έφταναν συνεχώς ο Ουνυάδης απέκρουσε τις σφοδρές επιθέσεις των Οθωμανών και εισέβαλε στο στρατόπεδό τους στις 22 Ιουλίου.[198][199] Αν και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια των μαχών ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' αποφάσισε να αντισταθεί, αλλά μια στάση στο στρατόπεδό του τον ανάγκασε να άρει την πολιορκία και να υποχωρήσει από το Βελιγράδι κατά τη διάρκεια της νύχτας.[194]

Η νίκη των σταυροφόρων επί του Σουλτάνου που είχε κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη προκάλεσε ενθουσιασμό σε όλη την Ευρώπη.[200] Λιτανείες για τον εορτασμό του θριάμβου του Ουνυάδη έγιναν στη Βενετία και την Οξφόρδη.[200] Ωστόσο στο στρατόπεδο των σταυροφόρων η αναταραχή μεγάλωνε, επειδή οι αγρότες αρνήθηκαν ότι οι βαρόνοι είχαν παίξει οποιοδήποτε ρόλο στη νίκη.[192][201] Για να αποφύγουν μια ανοιχτή εξέγερση ο Ουνυάδης και ο Καπιστράνο διέλυσαν τον στρατό των σταυροφόρων.[192][202]

Στο μεταξύ είχε ξεσπάσει μια πανώλη, που σκότωσε πολλούς ανθρώπους στο στρατόπεδο των σταυροφόρων.[192] Ο Ουνυάδης αρρώστησε επίσης και πέθανε κοντά στο Zίμονι (σημερινό Ζέμουν της Σερβίας) στις 11 Αυγούστου.[194][200] Τάφηκε στον Ρωμαιοκαθολικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μιχαήλ του Γκιούλαφεχερβαρ (Άλμπα Ιούλια).[203]

Ο Ουνυάδης κυβερνούσε τη χώρα με μια σιδηρά πυγμή, όπως λένε, και ενόσο ο βασιλιάς ήταν μακριά θεωρείτο ίσος του. Αφού κατατρόπωσε τους Τούρκους στο Βελιγράδι [...], επέζησε για λίγο πριν πεθάνει από ασθένεια. Όταν ήταν άρρωστος, λένε ότι απαγόρευσε να του φέρουν το Σώμα του Κυρίου μας, δηλώνοντας ότι ήταν ανάξιο να μπει ένας βασιλιάς στο σπίτι ενός δούλου. Αν και οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, διέταξε να μεταφερθεί στην εκκλησία, όπου έκανε την ομολογία του με χριστιανικό τρόπο, έλαβε τη θεία Ευχαριστία και παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό στην αγκαλιά των ιερέων. Ευτυχισμένη η ψυχή που έφτασε στον Παράδεισο ως κήρυκας και πρωτουργός της ηρωικής δράσης στο Βελιγράδι.

— Αινείας Σίλβιος Πικολομίνι: Eυρώπη[204]

Το 1432 ο Ουνυάδης παντρεύτηκε την Ελισάβετ Σιλάγκι (περίπου 1410–1483), μια Ουγγαρέζα ευγενή,[205][206] από την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Λαδίσλαο και τον Ματθία Κορβίνο.[205][207] Ο πρώτος εκτελέστηκε με εντολή του βασιλιά Λαδίσλαου Ε' για τη δολοφονία του Ούλριχ Β΄ του Τσέλιε, συγγενή του βασιλιά.[208][209] Ο δεύτερος εξελέγη βασιλιάς στις 20 Ιανουαρίου 1458, μετά τον θάνατο του Λαδίσλαου Ε'. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Βασιλείου της Ουγγαρίας που ένα μέλος των ευγενών, χωρίς δυναστική καταγωγή και σχέση, ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο.[210]

Άγαλμα του Ουνυάδη στην Πλατεία Ηρώων της Βουδαπέστης

Η καμπάνα του μεσημεριού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Πάπας Κάλλιστος Γ΄ διέταξε κάθε μεσημέρι να χτυπούν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Ευρώπης, ως κάλεσμα προς τους πιστούς να προσευχηθούν για τους χριστιανούς υπερασπιστές της πόλης του Βελιγραδίου. Η πρακτική της καμπάνας του μεσημεριού αποδίδεται παραδοσιακά στον διεθνή εορτασμό της νίκης του Βελιγραδίου και στη διαταγή του Πάπα Κάλλιστου Γ'.

Το έθιμο εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και στις προτεσταντικές και τις ορθόδοξες εκκλησίες. Σύμφωνα με την ιστορία του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης η νίκη έγινε δεκτή με κωδωνοκρουσίες και μεγάλους εορτασμούς και στην Αγγλία. Ο Ουνυάδης έστειλε έναν ειδικό αγγελιαφόρο (μεταξύ άλλων), τον Ερασμους Φούλαρ, στην Οξφόρδη με την είδηση της νίκης.

Μαζί με τον γιο του Ματθία Κορβίνο ο Ουνυάδης θεωρείται εθνικός ήρωας της Ουγγαρίας και δοξάζεται ως υπερασπιστής της ενάντια στην οθωμανική απειλή.[211][212][213][214]

Η ρουμανική ιστοριογραφία υιοθέτησε επίσης τον Ουνυάδη και του δίνει σημαντική θέση και στην ιστορία της Ρουμανίας.[215] Ωστόσο η ρουμανική εθνική συνείδηση δεν τον αγκάλιασε στον βαθμό που το έκανε η αντίστοιχη ουγγρική.[215] Ο Ιωάννης Ουνυάδης, Ούγγρος ήρωας, ενσωματώθηκε στην ιδεολογία του Εθνικού Κομμουνισμού την εποχή του Τσαουσέσκου και μετατράπηκε σε ήρωα της Ρουμανίας.[216]

Ο Πάπας Πίος Β΄ γράφει ότι «ο Ουνυάδης δεν αύξησε τόσο τη δόξα των Ούγγρων, αλλά ιδιαίτερα εκείνη των Ρουμάνων, μεταξύ των οποίων γεννήθηκε».[217][218][219][220]

Ο Γάλλος συγγραφέας και διπλωμάτης Φιλίπ ντε Κομίν περιέγραψε τον Ουνυάδη ως «έναν πολύ γενναίο άνδρα, αποκαλούμενο Λευκό Ιππότη της Βλαχίας, πρόσωπο μεγάλης τιμής και σύνεσης, που για μεγάλο χρονικό διάστημα κυβερνούσε το βασίλειο της Ουγγαρίας και είχε κερδίσει πολλές μάχες επί των Τούρκων».[221]

Ο Πιέτρο Ραντσάνο έγραψε στο έργο του Annales omnium temporum (1490-1492) ότι ο Ιωάννης Ουνυάδης ονομαζόταν συνήθως Ianco (Ioanne Huniate, Ianco vulgo cognominator). Σε χρονικά που γράφτηκαν από Βυζαντινούς Έλληνες συγγραφείς (όπως ο Γεώργιος Σφραντζής και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης) αποκαλείται Iάνκος/Iάνγκος, Ιάνκουλα/Iάνγκουλα, Γκιάνκο/Γκιάνγκο και Γκιάνγκου[222]

Η βυζαντινή λογοτεχνία αντιμετώπισε τον Ουνιάδη ως άγιο:

Πρώτον, δοξάζω τον Αυτοκράτορα της Ελλάδος/ τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, τον γιο της Ολυμπιάδας./ Τον Χριστιανό Αυτοκράτορα, που είναι η κορυφή και η ρίζα/ και βρήκε τον σταυρό, τον πανίσχυρο Κωνσταντίνο./ και ο τρίτος είναι ο απολύτως θαυμάσιος Αυτοκράτορας Ιωάννης./ Πώς να του γράψω ένα αφιέρωμα/ και θα έπρεπε ο νους μου πώς να υψωθεί σε υψηλούς έπαινους;/ Διότι όπως οι δύο Αυτοκράτορες που προαναφέρθηκαν/ Τέτοιο σεβασμό αποδίδω και στον παραπάνω Αυτοκράτορα./ Είναι άξιο και κατάλληλο ότι η Εκκλησία της Ρώμης/ και όλη η γενιά των Χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης/ σχεδίασε με σεβασμό μια πλήρη ανάμνηση του παρόντος./ Που έγινε διάσημος στις μάχες των πολέμων/ οι γενναίοι και οι άτολμοι και όλες οι γενιές, λέω,/ να πέσουν ενώπιον του Ιωάννη της Ουγγαρίας σήμερα,/ δοξάστε τον ως ιππότη/ δοξάστε τον σήμερα ως Αυτοκράτορα,/ μαζί με τον αρχαίο, πανίσχυρο και γενναίο Σαμψών,/ με τον φοβερό Αλέξανδρο και τον πανίσχυρο Κωνσταντίνο./ Δοξάζω τους ευαγγελιστές, δοξάζω και τους προφήτες,/ και οι πανίσχυροι Άγιοι που αγωνίζονται για τον Χριστό,/ και ανάμεσά τους δοξάζω τον Αυτοκράτορα Ιωάννη.

— Ελληνικό ποίημα για τη μάχη της Βάρνας[223]

Ο Πύργος του Ιωάννη Ουνυάδη στα ερείπια του Φρουρίου του Ζέμουν στο Βελιγράδι

Ο Ιωάννης "αναγνωριζόταν ως Ούγγρος..." και "συχνά αποκαλείτο Ugrin Janko, "Γιάνκο ο Ούγγρος", στη σερβική και την κροατική κοινωνία του 15ου αιώνα,[224] ενώ ένα άλλο λαϊκό σερβικό έπος τον θεωρεί σερβικής καταγωγής[225], σύμφωνα με το οποίο ήταν γιος του Δεσπότη Στέφανου Λαζάρεβιτς και της φερόμενης συζύγου του, μιας κοπέλας από το Χέρμανσταντ/Νάγκισεμπεν (σημερινό Σιμπίου της Ρουμανίας).[226] Στην πραγματικότητα όμως ο Δεσπότης δεν απέκτησε παιδιά.[227] Παρουσιάζεται επίσης ως ένθερμος υποστηρικτής του εκκαθολικισμού των ορθοδόξων λαών.[228]

Στη βουλγαρική παράδοση η μνήμη του Ουνυάδη διατηρήθηκε στον ηρωικό χαρακτήρα ήρωα του έπους Yankul(a) Voivoda, μαζί με τον Sekula Detentse, ένα φανταστικό ήρωα που ίσως εμπνεύστηκε από τον ανιψιό του Ουνυάδη Τόμας Σέκελι.[229]

Ήταν επικουρικός του Ροζέ ντε Φλορ ως πρότυπο για τον φανταστικό χαρακτήρα του Τιράντη του Λευκού, του επικού ειδυλλίου που γράφτηκε από τον Ζοανότ Μαρτορέλ, που δημοσιεύτηκε στη Βαλένθια το 1490. Και οι δύο μοιράζονταν, για παράδειγμα, την εικόνα ενός κορακιού στην ασπίδα τους.

Ο Nικόλαος Oλαχους (Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ, ουμανιστής και ιστοριογράφος) ήταν ανιψιός του Ιωάννη Ουνυάδη.[230]

Το 1515 ο Άγγλος τυπογράφος Βίνκιν ντε Βόρντε δημοσίευσε ένα μεγάλο έμμετρο ειδύλλιο με το όνομα Capystranus, μια γραφική περιγραφή της ήττας των Τούρκων.[231]

Το 1791 η Αννα Μπραντ (Αγγλίδα συγγραφέας) παρήγαγε ένα νέο έργο με τίτλο Ουνυάδης ή η Πολιορκία του Βελιγραδίου, που παίχτηκε σε μια κατάμεστη αίθουσας στο Βασιλικό Θέατρο του Νόριτς.[232]

Το Εθνικό Κολλέγιο Ιάνκου στη Χουνεντοάρα της Ρουμανίας πήρε το όνομά του.[233]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) SNAC. w6ff4s5m. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 «Store norske leksikon» (Μποκμάλ, Νεονορβηγικά) János_Hunyadi.
  3. 3,0 3,1 (Ιταλικά) Sapere Encyclopedia. De Agostini Editore. 2001. Hunyadi,+János+(reggente+d'Ungheria).
  4. 4,0 4,1 4,2 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  5. «Petrescu Cristina, Rethinking National Identity after National-Communism? The case of Romania. The European Network for Contemporary History, Άνευ ημερομηνίας» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019. 
  6. Teke 1980, p. 84.
  7. Bak 1994, p. 64.
  8. Engel 2003, p. 513
  9. Engel 2003, pp. 515–516, 523.
  10. 10,0 10,1 Engel 2003, p. 514
  11. Engel 2003, pp. 516–518
  12. Engel 2003, pp. 514–515, 523.
  13. Engel 2003, p. 515
  14. Kubinyi 2008, p. 15.
  15. Teke 1980, p. 84
  16. Mureşanu 2001, p. 49.
  17. Teke 1980, p. 86.
  18. Engel 2003, p. 523
  19. Engel 2003, p. 517
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Engel 2001, p. 283.
  21. 21,0 21,1 Cartledge 2011, p. 54
  22. Teke 1980, pp. 86–87
  23. Mureşanu 2001, p. 50
  24. Engel 2003, p. 517.
  25. 25,0 25,1 Kubinyi 2008, p. 8.
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 Teke 1980, p. 87.
  27. Kubinyi 2008, p. 13
  28. Kubinyi 2008, p. 13.
  29. Pop 2005, p. 294.
  30. Teke 1980, p. 87
  31. Engel 2003, p. 518
  32. Engel 2003, pp. 518–522
  33. 33,0 33,1 33,2 Engel 2003, p. 524
  34. Engel 2003, p. 524.
  35. 35,0 35,1 35,2 Teke 1980, p. 88.
  36. Mureşanu 2001, p. 52
  37. Engel 2001, p. 279
  38. Mureşanu 2001, p. 53
  39. 39,0 39,1 Fine 1994, p. 530.
  40. Makkai 1994, p. 226
  41. 41,0 41,1 Mureşanu 2001, p. 61.
  42. Engel 2001, p. 280
  43. 43,0 43,1 43,2 Teke 1980, p. 96
  44. Babinger 1978, p. 17
  45. Teke 1980, p. 97
  46. E. Kovács 1990, p. 12.
  47. Engel 2001, p. 280.
  48. Bak 1994, p. 63
  49. 49,0 49,1 Engel 2001, p. 281
  50. Cartledge 2011, pp. 53–54.
  51. Mureşanu 2001, p. 65
  52. 52,0 52,1 52,2 Cartledge 2011, p. 54.
  53. Teke 1980, p. 103.
  54. Teke 1980, p. 105.
  55. Mureşanu 2001, p. 66.
  56. 56,0 56,1 Engel 2001, p. 284.
  57. 57,0 57,1 Mureşanu 2001, p. 72
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 58,4 58,5 58,6 Cartledge 2011, p. 55.
  59. Teke 1980, p. 107.
  60. Babinger 1978, p. 20
  61. Teke 1980, pp. 106–107.
  62. 62,0 62,1 Makkai 1994, p. 227
  63. Babinger 1978, pp. 21–22
  64. 64,0 64,1 64,2 Engel 2001, p. 285.
  65. Teke 1980, p. 110.
  66. Babinger 1978, p. 21.
  67. .Bolovan et al. 1997, p. 107.
  68. E. Kovács 1990, p. 13.
  69. Teke 1980, p. 108
  70. Teke 1980, pp. 108–109.
  71. Teke 1980, p. 109
  72. Teke 1980, p. 113.
  73. Engel 2001, p. 283, 285.
  74. Engel 2001, p. 285
  75. 75,0 75,1 75,2 75,3 Teke 1980, p. 115
  76. 76,0 76,1 Stavrianos 2000, p. 53.
  77. Teke 1980, pp. 116–117.
  78. Teke 1980, pp. 117–119.
  79. Fine 1994, p. 548.
  80. 80,0 80,1 Teke 1980, p. 119.
  81. 81,0 81,1 Mureşanu 2001, p. 93.
  82. 82,0 82,1 82,2 Engel 2001, p. 286.
  83. Fine 1994, pp. 548–549
  84. Teke 1980, pp. 119–120
  85. 85,0 85,1 85,2 Cartledge 2011, p. 56.
  86. 86,0 86,1 86,2 Mureşanu 2001, p. 96.
  87. Teke 1980, p. 130.
  88. Fine 1994, pp. 548, 556.
  89. Fine 1994, p. 549.
  90. 90,0 90,1 Teke 1980, p. 129.
  91. Teke 1980, p. 131.
  92. Mureşanu 2001, pp. 101–102
  93. 93,0 93,1 93,2 93,3 93,4 93,5 93,6 Engel 2001, p. 287
  94. Mureşanu 2001, p. 102.
  95. Cartledge 2011, pp. 56–57
  96. Stavrianos 2000, p. 53
  97. 97,0 97,1 97,2 97,3 97,4 97,5 97,6 97,7 Cartledge 2011, p. 57.
  98. Stavrianos 2000, p. 54.
  99. Molnár 2001, p. 63.
  100. Bolovan et al. 1997, pp. 10, 111
  101. 101,0 101,1 Mureşanu 2001, p. 111.
  102. 102,0 102,1 102,2 Engel 2001, p. 288.
  103. 103,0 103,1 Bak 1994, p. 67.
  104. Teke 1980, p. 146.
  105. Teke 1980, p. 149.
  106. 106,0 106,1 106,2 ΓTeke 1980, p. 154.
  107. Mureşanu 2001, p. 120.
  108. 108,0 108,1 Vaughan 2002, p. 272
  109. 109,0 109,1 109,2 109,3 Bolovan et al. 1997, p. 109.
  110. 110,0 110,1 Bartl et al. 2002, p. 49.
  111. Mureşanu 2001, pp. 127–128
  112. Mureşanu 2001, p. 128.
  113. Makkai 1994, p. 227.
  114. Engel 2001, p. 288
  115. 115,0 115,1 115,2 115,3 115,4 Engel 2001, p. 290.
  116. 116,0 116,1 116,2 116,3 116,4 116,5 Engel 2001, p. 291.
  117. Engel 2001, pp. 288–289
  118. Mureşanu 2001, p. 137
  119. 119,0 119,1 119,2 Engel 2001, p. 289
  120. Mureşanu 2001, p. 138.
  121. Cartledge 2011, p. 57
  122. 122,0 122,1 122,2 Teke 1980, p. 167.
  123. 123,0 123,1 123,2 Teke 1980, p. 168.
  124. The Annals of Jan Długosz (A.D. 1447), p. 501.
  125. Mureşanu 2001, p. 142.
  126. Mureşanu 2001, pp. 141–142.
  127. Mureşanu 2001, pp. 141–143.
  128. 128,0 128,1 Mureşanu 2001, p. 152
  129. 129,0 129,1 Mureşanu 2001, p. 144.
  130. 130,0 130,1 130,2 130,3 130,4 130,5 130,6 130,7 130,8 Cartledge 2011, p. 58.
  131. Mureşanu 2001, p. 150.
  132. Mureşanu 2001, p. 150
  133. Fine 1994, p. 554.
  134. 134,0 134,1 134,2 134,3 134,4 Teke 1980, p. 174.
  135. 135,0 135,1 Mureşanu 2001, p. 168
  136. Teke 1980, p. 175.
  137. Teke 1980, pp. 175–176
  138. Mureşanu 2001, p. 172.
  139. Teke 1980, p. 177.
  140. 140,0 140,1 Mureşanu 2001, p. 173.
  141. 141,0 141,1 141,2 141,3 141,4 141,5 Bartl et al. 2002, p. 50.
  142. Teke 1980, pp. 177–178
  143. 143,0 143,1 143,2 143,3 143,4 143,5 Engel 2001, p. 292.
  144. 144,0 144,1 144,2 Teke 1980, p. 178.
  145. 145,0 145,1 145,2 145,3 145,4 Teke 1980, p. 181
  146. Mureşanu 2001, p. 176.
  147. 147,0 147,1 Bak 1994, p. 68.
  148. 148,0 148,1 Teke 1980, p. 180Ο
  149. Teke 1980, p. 182
  150. Cartledge 2011, p. 59.
  151. Bartl et al. 2002, pp. 50, 318.
  152. Babinger 1978, p. 99.
  153. Babinger 1978, pp. 99–100.
  154. 154,0 154,1 Engel 2001, p. 293.
  155. Mureşanu 2001, p. 178.
  156. Teke 1980, p. 185.
  157. 157,0 157,1 157,2 Engel 2001, p. 294.
  158. Mureşanu 2001, p. 179.
  159. 159,0 159,1 Engel 2001, p. 295.
  160. Teke 1980, pp. 189–190.
  161. 161,0 161,1 161,2 161,3 161,4 161,5 Mureşanu 2001, p. 182.
  162. Teke 1980, pp. 190–191.
  163. Teke 1980, pp. 191–192
  164. Cartledge 2011, p. 59
  165. Teke 1980, p. 192
  166. Teke 1980, pp. 192–193.
  167. Teke 1980, p. 195.
  168. 168,0 168,1 168,2 Mureşanu 2001, p. 183.
  169. Teke 1980, p. 196
  170. 170,0 170,1 Teke 1980, p. 198.
  171. Teke 1980, pp. 198, 231.
  172. Babinger 1978, p. 110
  173. 173,0 173,1 173,2 Mureşanu 2001, p. 184.
  174. Babinger 1978, p. 124.
  175. 175,0 175,1 Teke 1980, p. 199
  176. Teke 1980, p. 201.
  177. Engel 2001, pp. 294–295
  178. Teke 1980, p. 203.
  179. 179,0 179,1 Mureşanu 2001, p. 185.
  180. Mureşanu 2001, p. 186.
  181. Teke 1980, pp. 204–205
  182. Teke 1980, p. 206.
  183. Mureşanu 2001, p. 188.
  184. 184,0 184,1 184,2 Mureşanu 2001, p. 191
  185. 185,0 185,1 Teke 1980, p. 208.
  186. 186,0 186,1 Mureşanu 2001, p. 189
  187. Bolovan et al. 1997, p. 113.
  188. 188,0 188,1 188,2 Mureşanu 2001, p. 190
  189. Pop 2005, p. 296
  190. Babinger 1978, p. 139.
  191. Teke 1980, p. 209.
  192. 192,0 192,1 192,2 192,3 Engel 2001, p. 296.
  193. 193,0 193,1 Mureşanu 2001, p. 195.
  194. 194,0 194,1 194,2 Cartledge 2011, p. 60.
  195. 195,0 195,1 Babinger 1978, p. 141
  196. Mureşanu 2001, p. 196.
  197. Mureşanu 2001, p. 197
  198. Mureşanu 2001, pp. 197–199.
  199. Stavrianos 2000, pp. 61–62.
  200. 200,0 200,1 200,2 Mureşanu 2001, p. 199.
  201. Teke 1980, p. 217.
  202. Teke 1980, p. 217
  203. Mureşanu 2001, p. 200.
  204. Aeneas Silvius Piccolomini: Europe (ch. 1.10.), p. 60.
  205. 205,0 205,1 Kubinyi 2008, p. 23.
  206. Mureşanu 2001, p. 49
  207. Kubinyi 2008, p. 25.
  208. Engel 2001, p. 297.
  209. Tanner 2009, p. 49
  210. Tanner 2009, p. 50
  211. Volume 7 of World and Its Peoples: Europe. Marshall Cavendish. 2009. p. 891. ISBN 978-0-7614-7883-6. In the war, Janos Hunyadi (1387–1456), subsequently a Hungarian national hero, emerged to lead Hungary's political life.
  212. Shaw, Stanford Jay (1976). History of the Ottoman Empire and modern Turkey, Volume 1. Cambridge University Press. pp. 51. ISBN 978-0-521-29163-7. Hunyadi had suddenly risen as the great Hungarian national hero as a result of his victories over the Turks in 1442.
  213. Dupuy, Richard Ernest (1986). The encyclopedia of military history from 3500 B.C. to the present. Harper & Row, original from University of Michigan. p. 435. ISBN 978-0-06-181235-4. John Hunyadi, the national hero of Hungary, and his son Mathias Corvinus, who reigned as King of Hungary
  214. Matthews, John P. C. (2007). Explosion: the Hungarian Revolution of 1956. Hippocrene Books. pp. 73–74. ISBN 978-0-7818-1174-3. One of the most powerful personalities in Hungarian history, Hunyadi established a national unity and order which transcended privileges and special interests and succeeded in raising Hungary to the status of a great power.
  215. 215,0 215,1 Boia 2001, pp. 135–136.
  216. "Rethinking National Identity after National-Communism? The case of Romania (by Cristina Petrescu, University of Bucharest)". www.eurhistxx.de. Archived from the original on 5 March 2014. Retrieved 3 April 2014.
  217. C. Giurescu, Dinu; C. Giurescu, Constantin (1980). The making of the Romanian national unitary state. Meridiane Pub. House. p. 60.
  218. C. Giurescu, Constantin (1969). Transylvania in the history of Romania: an historical outline. Garnstone Pub. House. p. 82. ISBN 9780900391408.
  219. Aurel Pop, loan (1997). Istoria Transilvaniei medievale: de la etnogeneza românilor până la Minai Viteazul (in Romanian). Cluj-Napoca: Presa Universitară Clujeană. p. 82. ISBN 973-9261-24-8
  220. Burkhard Gotthelf Struve (1717). Rerum Germanicarum Scriptores aliquot insignes. Vol. 2. p. 89.
  221. Scoble, Andrew Richard. The Memoirs of Philippe De Commynes, Lord of Argenton (Volume 2); Containing the Histories of Louis Xi and Charles Viii, Kings of France. p. 87. ISBN 978-1-150-90258-1.
  222. Tiberiu Ciobanu. EROI AI NEAMULUI ROMÂNESC - IANCU DE HUNEDOARA
  223. Moravcsik, Gyula: Magyar-görög tanulmányok 1 - Görög költemény a várnai csatáról (page 16, line 17-38) http://real-eod.mtak.hu/7843/2/MTA_Konyvek_124140.pdf
  224. Varga 1982, p. 66.
  225. Chadwick & Chadwick 2010, pp. 316–317.
  226. Chadwick & Chadwick 2010, p. 317.
  227. Fine 1994, p. 523.
  228. Babeș-Bolyai, Universitatea (1999). "Studia Universitatis Babeș-Bolyai: Historia".
  229. Балкански, Тодор (1996). Трансилванските (седмиградските) българи. Етнос. Език. Етнонимия. Ономастика. Просопографии (1 ed.). ИК Знак 94 Велико Търново. pp. 102–103.
  230. Bărbulescu, Mihai (2005). The History of Transylvania: De la 1541 Până la 1711. ISBN 9789737784063.
  231. he Enemy at the Gate, Andrew Wheatcroft (Basic Books) 2009, p.56 ISBN 978-0-465--01374-6
  232. The Enemy at the Gate, p.56
  233. "Scurt istoric | Colegiul Național Iancu de Hunedoara".