Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε ελάσσονα, BWV 565
Η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε ελάσσονα, BWV 565 είναι έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, το οποίο εκτελείται σε εκκλησιαστικό όργανο. Συνετέθη πιθανότατα το 1704, κατά τη θητεία του νεαρού τότε Κάντορα (19 ετών) στον Αγ. Βονιφάτιο του Άρνσταντ.
Θεωρείται από τα σημαντικότερα και εντυπωσιακότερα έργα που περιλαμβάνει το ρεπερτόριο του συγκεκριμένου πληκτροφόρου και, έχει γνωρίσει πολλές μεταγραφές ή διασκευές, τόσο για διάφορα όργανα (πολυφωνικά όργανα της έντεχνης Δυτικής μουσικής), όσο και για ορχήστρα.
Το έργο -πέραν των άλλων- χαρακτηρίζεται από την «προχωρημένη» για την εποχή μπαρόκ τεχνική και αισθητική του. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι αυτές ακριβώς οι «ιδιομορφίες» που καθιστούν το συγκεκριμένο έργο τόσο αγαπητό και αναγνωρίσιμο, όχι μόνον στους μουσικούς κύκλους (κλασική μουσική, ροκ, ποπ και τζαζ) αλλά και στη λαϊκή κουλτούρα, όπου έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον λ.χ. στον κινηματογράφο, στα video games (βιντεοπαιχνίδια) κ.α.
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έργα του Μπαχ για εκκλησιαστικό όργανο, δεν υπάρχει αυτόγραφο χειρόγραφο του συνθέτη που να έχει διασωθεί. Η παλαιότερη, λοιπόν, πηγή είναι ένα αχρονολόγητο αντίγραφο του Γερμανού οργανίστα και συνθέτη Γιοχάνες Ρινγκ (Johannes Ringk), ο οποίος έζησε εκείνη την εποχή και ήταν μαθητής του Γιόχαν Πέτερ Κέλνερ (Johann Peter Kellner) που, με τη σειρά του, ήταν μαθητής του Μπαχ. Ο Ρινγκ συνήθιζε να αντιγράφει έργα συνθετών εκείνης της εποχής για εκκλησιαστικό όργανο, όπως των Μπεμ, Γιόχαν Πάχελμπελ, Μπουξτεχούντε, κ.α.[1]
Το αντίγραφο φέρει τον τίτλο Τοκάτα με Φούγκα (Toccata Con Fuga) που, μάλλον προστέθηκε αργότερα, αφού στην εποχή του μπαρόκ ήταν συνηθισμένοι οι απλοί τίτλοι στα έργα για εκκλησιαστικό όργανο, όπως λ.χ. Πρελούδιο, Πρελούδιο και Φούγκα, κ.ο.κ. Επίσης, είναι γεμάτο από σημεία ρυθμικής αγωγής, κορώνες, κ.λ.π., πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο στα γερμανικά μουσικά κείμενα προ του 1740.
Για το συγκεκριμένο έργο φτιάχτηκαν κατά τον 19ο αιώνα, άλλα, πολυάριθμα αντίγραφα που, άμεσα ή έμμεσα, είχαν όλα τους ως πηγή το πρωτότυπο αντίγραφο του Ρινγκ.
Μουσικολογικό ιστορικό υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα BWV 565, αποτελεί ένα τυπικής διάρθρωσης έργο-δείγμα της Βορειογερμανικής Σχολής για το εκκλησιαστικό όργανο. Αρχίζει με μία ελεύθερη σε έκφραση Τοκάτα, συνεχίζει με την τυπική Φούγκα και τελειώνει με έναν επίσης ελεύθερο, μικρό επίλογο. Ο πρώτος που συνέδεσε το έργο με τη Βορειογερμανική Σχολή, ήταν ο μεγαλύτερος ερευνητής του έργου τού Μπαχ στον 19ο αιώνα, Φίλιπ Σπίτα (Philipp Spitta) το 1873. Βέβαια, στο έργο υπάρχουν σημεία που αντικατοπτρίζουν την επίδραση συνθετών που δεν ανήκαν στη συγκεκριμένη σχολή, όπως για παράδειγμα, οι ρετσιτατίβο αναπτύξεις, που φέρνουν στο νου τον Γιόχαν Χάινριχ Μπούστετ (Johann Heinrich Buttstett) και το έργο του Πρελούδιο και Καπρίτσιο σε Ρε ελάσσονα.
Ένα πέρασμα στη φούγκα, και το πρώτο μισό του θέματός της, αποτελούν πιστά αντίγραφα μιας φαντασίας του Γιόχαν Πάχελμπελ.[2] Εκείνη την εποχή, ήταν απόλυτα συνηθισμένη πρακτική ο «δανεισμός» θεμάτων ή και ολόκληρων τμημάτων ενός έργου από άλλους συνθέτες και η, στη συνέχεια, ενσωμάτωση και επεξεργασία τους.
Σύντομη ανάλυση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το έργο ξεκινάει με κατιούσα κίνηση στην τονικότητα της Ρε ελάσσονος, όχι σε όλη την έκτασή της, αλλά από την δεσπόζουσα και κάτω, μικρό χαρακτηριστικό πέρασμα και επανάληψη της αρχικής κίνησης μία 8η χαμηλότερα. Όλο αυτό το τμήμα είναι μονοφωνικό, ελεύθερο ρυθμικά, αλλά με διπλασιασμό σε οκτάβες. Η συνέχεια είναι μία ελαττωμένη συγχορδία εβδόμης μεθ’ενάτης (ντιμινουΐτα μεθ’ενάτης), με την 9η στα μπάσα (για να παραπέμπει στο τονικό κέντρο), και ανιούσα ανάλυση της συγχορδίας νότα προς νότα σε μεγάλες αξίες. Η λύση έρχεται με την πτώση στην ομώνυμη κλίμακα της Ρε μείζονος.
Όλη αυτή η κίνηση των μόλις δύο (2)! μέτρων, ήταν αρκετή για να προβληματίσει τους ερευνητές μουσικολόγους. Ουδέποτε άλλοτε είχε καταγραφεί τέτοια ασυνήθιστη εισαγωγή σε έργο της εποχής εκείνης (Μπαρόκ), γεγονός που πιθανόν παρέπεμπε σε μουσικό έργο μεταγενέστερο (βλ.πατρότητα).
Στη συνέχεια ακολουθούν για αρκετά μέτρα, τρία ταχύτατα (prestissimo) διαδοχικά περάσματα, που το καθένα εκθέτει ένα σύντομο μοτίβο, πάλι διπλασιασμένα στην οκτάβα, ακολουθούμενα από ελαττωμένη συγχορδία μεθ’εβδόμης και πτώση στην τονική, Ρε ελάσσονα.
Στο δεύτερο μέρος της τοκάτας, έχουμε ένα πέρασμα κτισμένο γύρω από μία μελωδία δεκάτων έκτων, με φανερή την επιρροή από τα έγχορδα και το πεντάλ σε Λα.
Η τοκάτα ολοκληρώνεται με νέο διανθισμένο πέρασμα τριπλέτας δεκάτων έκτων, με διπλασιασμό στην 6η, και σταδιακή μετάβαση στη φούγκα μέσω πτώσης στην τονική.
Φούγκα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το θέμα της τετράφωνης φούγκας είναι δομημένο αποκλειστικά με δέκατα έκτα, όπου κυριαρχεί φθόγγος-πεντάλ, απέναντι σε μικρό μελωδικό μοτίβο με άλλοτε ανιούσα και άλλοτε κατιούσα κατεύθυνση. Η πραγματική απάντηση εισάγεται αμέσως με τον τερματισμό του θέματος, αλλά στην υποδεσπόζουσα (!), αντί για τη συνηθισμένη δεσπόζουσα.
Μετά την είσοδο όλων των φωνών η αντιστικτική επεξεργασία οδηγεί σε πτώση στην 6η βαθμίδα (πλάγια πτώση), κατόπιν υπάρχει καντέντσα που ουσιαστικά αποτελεί την κόντα της φούγκας και φέρνει στο νου την τοκάτα, μία σειρά συγχορδιών και αρπέζ, νέες συγορδίες σε αργότερο τέμπο και, φινάλε, που αναγνωρίζεται ως η εισαγωγή της τοκάτας.
Πατρότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες μουσικολογικές κριτικές που έθεταν υπό αμφισβήτηση την πατρότητα του έργου. Σε μία από αυτές, ο μουσικολόγος Π. Ουίλιαμς (1981) [3] παρέθετε τα εξής «παράδοξα» κατ’ αυτόν στοιχεία:
- Παράλληλες οκτάβες στην εισαγωγή της τοκάτας (παρατηρείται για πρώτη φορά).
- Πραγματική απάντηση στο θέμα της φούγκας στην υποδεσπόζουσα (εξαιρετικά σπάνιο).
- Πεντάλ στο θέμα της φούγκας ασυνόδευτο (παρατηρείται για πρώτη φορά).
- Αντιθέματα μόνο στην 3η και 6η του θέματος (εξαιρετικά σπάνιο για Μπαχ).
- Πλάγια πτώση με καντέντσα μετά την έκθεση των φωνών της φούγκας (παρατηρείται για πρώτη φορά).
Βέβαια, ο ίδιος ο Ουίλιαμς αναφέρει ότι, κάποια από τα προαναφερθέντα μπορούν να δικαιολογηθούν από την υπόθεση ότι, το BWV 565 είναι μεταγραφή ενός -χαμένου σήμερα- έργου για βιολί, πράγμα που εύκολα θα οδηγούσε στον Μπαχ, ο οποίος επανειλημμένα χρησιμοποιούσε δικά του έργα, ή τμήματα από αυτά, για τη σύνθεση νέων έργων.
Τη θεωρία ότι, το BWV 565 δεν ανήκει στον Μπαχ, απορρίπτει κατηγορηματικά ο μεγαλύτερος σύγχρονος ερευνητής τού έργου του, Κρίστοφ Βολφ, (Christoph Wolff), ο οποίος αποδίδει τις συγκεκριμένες «ιδιομορφίες» στους εξής δύο λόγους: Πρώτον, στο ότι ο νεαρός συνθέτης (19 ετών) δεν έχει ακόμη κατασταλάξει στο -τόσο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος- που χαρακτηρίζει τα έργα του και, δεύτερον, στo «ελάττωμα» που παρουσίαζε το -κατά τα άλλα- μοντέρνο εκκλησιαστικό όργανο στο Άρνσταντ, να μη διαθέτει Συστοιχία τών 16-ποδών (manualiter). Τότε γίνεται σαφές ότι ο διπλασιασμός στις οκτάβες, ήταν ένας ευφυής τρόπος, ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η έλλειψη και άρα να δημιουργηθεί ένας ήχος organo pleno που, τυπικά, απαιτεί την ανάγκη ενός βασίμου 16-ποδών.[4] Άλλωστε, το ίδιο πιθανολογεί και ο Ουίλιαμς με δεδομένη την υπόθεσή του ότι μπορεί να είναι μεταγραφή από βιολί, οπότε δικαιολογούνται απολύτως οι παράλληλες οκτάβες και οι συνεχείς 3ες και 6ες, για να «γεμίσουν» την αρμονία τού κομματιού, που αλλιώς θα ηχούσε εξαιρετικά φτωχό στο εκκλησιαστικό όργανο.
Την ίδια γνώμη έχει και ο εκτελεστής του εκκλησιαστικού οργάνου Ν.Σράντερ (David Scrader), που έχει ηχογραφήσει το έργο, και αναγνωρίζει τη «φύση» του βιολιού στην παρτιτούρα. Επί πλέον, στο αυθεντικό αντίγραφο του Ρινγκ, αναγράφεται καθαρά το όνομα του Μπαχ. Ο Ρινγκ (1717-1778) έχοντας ζήσει ακριβώς εκείνη την εποχή, θεωρείται από τις πιο αξιόπιστες πηγές αυθεντικών αντιγράφων του μεγάλου Κάντορα.
Πέρα από αυτά, το έργο χαρακτηρίζεται από το «χέρι» ενός δημιουργού-γνώστη του τρόπου να «παραβιάζει» τους κανόνες που ο ίδιος είχε θέσει με το συνολικό του έργο.
Μεταγραφές και διασκευές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα BWV 565, είναι ένα από τα λίγα έργα της έντεχνης Δυτικής μουσικής που έχει μεταγραφεί και διασκευαστεί τόσες πολλές φορές. Αυτό ισχύει τόσο για τους συνθέτες της λεγόμενης κλασσικής μουσικής, όσο και για τους μουσικούς όλων των ειδών (τζαζ, κινηματογράφου, ποπ, κ.ο.κ) και οι αναφορές είναι μόνον ενδεικτικές.
Ο Πολωνός πιανίστας Καρλ Τάουσιγκ, μαθητής του Λιστ, ήταν από τους πρώτους που μετέγραψε το έργο για πιάνο.
Η Ουαλή πιανίστα Μαρία Νοβέλο, θεωρείται η πρώτη που ηχογράφησε το έργο για πιάνο και, μάλιστα, τη μεταγραφή του Τάουσιγκ.
Άλλοι πιανίστες-μεταγραφείς του έργου ήταν οι βιρτουόζοι Πέρσι Γκρέιντζερ (Αυστραλία), Ιγνάτιος Φρήντμαν (Ισραήλ) και Λουϊ Μπρασέν (Βέλγιο).
Ο Φερούτσιο Μπουζόνι, συνθέτης σύγχρονης μουσικής, έκανε μία εξαιρετική μεταγραφή για πιάνο, όπου διακρίνεται η προσπάθειά του να μεταφέρει στον ακροατή το «πνεύμα» του εκκλησιαστικού οργάνου.
Το έργο εύκολα μεταγράφεται λόγω της φύσης του για μπάντες πνευστών. Σ’αυτή την κατηγορία ανήκει ο Αμερικανός Ντόναλντ Χάνσμπέργκερ.
Από τους διευθυντές ορχήστρας, ξεχωριστή θέση λόγω της προσήλωσής του στον Μπαχ κατέχει ο βρετανικής καταγωγής Λέοπολντ Στοκόφσκι. Μετέγραψε πολλές φορές το έργο για ορχήστρα και η ηχογράφηση σε δίσκο βινυλίου το 1927 θεωρείται ιστορική.
Άλλοι σπουδαίοι μαέστροι που μετέγραψαν το έργο για ορχήστρα είναι ο Ευγένιος Όρμαντι (Ουγγαρία) και ο Ρενέ Λάιμποβιτς (Γαλλία).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το καναδέζικο σύνολο χάλκινων πνευστών Κανέιντιαν Μπράς, διασκεύασε το έργο για κουιντέτο χάλκινων σε μια απόδοση, που επρόκειτο να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τα σύνολα χάλκινων πνευστών παγκοσμίως. Περισσότερες από 20.000 παρτιτούρες με τη συγκεκριμένη διασκευή έχουν πωληθεί, ενώ η ηχογράφησή της σε CD εξακολουθεί μέχρι σήμερα (τελευταία ηχογράφηση το 2012).
To 1997 ο ιταλός φλαουτίστας Σαλβατόρε Σαρίνο μετέγραψε το έργο για φλάουτο!
Το έργο έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στον κινηματογράφο, σε ταινίες όλων των ειδών. Λόγω του χαρακτήρα τού ακούσματός του έχει χρησιμοποιηθεί σε δραματικές ταινίες, ταινίες θρίλερ, ακόμη και σε κωμωδίες (πολλές φορές σε φθηνές και χαμηλής αισθητικής παραγωγές). Η πλέον γνωστή εκδοχή είναι εκείνη στην ταινία κινουμένων σχεδίων Φαντασία, των στούντιο Ντίσνεϋ του 1940, μία παραγωγή υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, που είναι κλασσική στο είδος της.
Τέλος, έχει χρησιμοποιηθεί ως πηγή έμπνευσης σε τραγούδια στην ροκ, ποπ και τζαζ σκηνή, ενώ έχει αποτελέσει μουσική υπόκρουση σε video games και ringtones.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Williams 2003, p.155
- ↑ Newman, Anthony. 1995. Bach and the Baroque: European Source Materials from the Baroque and Early Classical Periods with Special Emphasis on the Music of J.S. Bach, 181. Pendragon Press, 1995
- ↑ Williams , 1981
- ↑ Wolff, Christoph. 2002a. Johann Sebastian Bach: The Learned Musician, Oxford University Press
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Albrecht, Timothy E. (1980). "Musical Rhetoric in J.S. Bach's Organ Toccata BWV 565" pp. 84–94 in Organ Yearbook Vol. 11.
- Altschuler, Eric Lewin (Winter 2005). "Were Bach's Toccata and Fugue BWV565 and the Ciacconia from BWV1004 Lute Pieces?", pp. 77–86 στο The Musical Times, Vol. 146, No. 1893.
- Argent, Mark (Autumn 2000). "Decoding Bach 3. Stringing Along", pp. 16–20+22–23 in The Musical Times, Vol. 141, No. 1872.
- Billeter, Bernhard (1997). "Bachs Toccata und Fuge d-moll für Orgel BWV 565 - ein Cembalowerk?" pp. 77–80 in Die Musikforschung Vol. 50 No. 1, January–March 1997; republished pp. 159–164 στο Billeter, Bernhard (2004). Musiktheorie und musikalische Praxis: gesammelte Aufsätze edited by Dominik Sackmann. Zürich: Peter Lang. ISBN 978-3-03910-375-1
- Blume, Friedrich (January 1968). "J. S. Bach's Youth", pp. 1–30 in The Musical Quarterly Vol. XIV.
- Bullivant, Roger (1971). Fugue. London: Hutchinson. ISBN 978-0-09-108440-0.
- Butt, John (1997). The Cambridge companion to Bach. Cambridge University Press, 1997. ISBN 978-0-521-58780-8.
- Claus, Rolf-Dietrich (1998). Zur Echtheit von Toccata und Fuge d-moll BWV 565. Cologne: Dohr, 2nd ed. ISBN 978-3-925366-55-0. (review by Yo Tomita Αρχειοθετήθηκε 2015-08-24 στο Wayback Machine.).
- Dörffel, Alfred (1884). Geschichte der Gewandhausconcerte zu Leipzig vom 25. November 1781 bis 25. November 1881: Im Auftrage der Concert-Direction verfasst. Leipzig.
- Eidam, Klaus (2001). The True Life of Johann Sebastian Bach. New York: Basic Books. ISBN 0-465-01861-0..
- Emans, Reinmar (2004). "Vom überstrapazierten Autor: Biographische Konstruktionen bei Echtheitskritik" pp. 17–29 in Musik und Biographie: Festschrift für Rainer Cadenbach. edited by Cordula Heymann-Wentzel and Johannes Laas. Königshausen & Neumann. ISBN 978-3-8260-2804-5.
- Emans, Reinmar (2009). "Möglichkeiten und Grenzen der Textkritik bei Incerta" pp. 103–111 in Was ist Textkritik?: Zur Geschichte und Relevanz eines Zentralbegriffs der Editionswissenschaft edited by Gertraud Mitterauer, Ulrich Müller, Margarete Springeth and Verena Vitzthum. Walter de Gruyter. ISBN 978-3-484-97078-6.
- Emery, Walter (July 1966). "Some Speculations on the Development of Bach's Organ Style", pp. 596–603 in The Musical Times, Vol. 107, No. 1481.
- Fox-Lefriche, Bruce (2004). The Greatest Violin Sonata That J.S. Bach Never Wrote. Strings xix/3:122, October 2004, 43–55.
- Glaus, Daniel (2013). "Albert Schweitzer als Organist", pp. 291–304 στο Albert Schweitzer: Facetten einer Jahrhundertgestalt, edited by Hubert Steinke, Angela Berlis, Andreas Wagner and Fritz von Gunten. Haupt Verlag AG. ISBN 978-3-258-07779-6.
- Grace, Harvey (1922). The Organ Works of Bach. London: Novello & Co.
- Gwinner, Volker (1968). "Bachs d-moll-Tokkata als Credo-Vertonung" in Musik und Kirche Vol. 38 pp. 240–242.
- Humphreys, David (1982). The D Minor Toccata BWV 565. Early Music Vol. 10, No. 2.
- Jones, Richard Douglas (2007). The Creative Development of Johann Sebastian Bach: Music to Delight the Spirit. Volume 1: 1695–1717. Oxford University Press. ISBN 0-19-816440-8.
- Keller, Hermann (1948). Die Orgelwerke Bachs: Ein Beitrag zu ihrer Geschichte. Form, Deutung und Wiedergabe. Leipzig: C. F. Peters.
- Kilian, Dietrich (1979). Präludien, Toccaten, Fantasien und Fugen I: BWV 531-550, 562 (Fragment) / Critical Commentary to Part I and II, Volume 6 in three Parts of Serie IV: Orgelwerke στο Johann Sebastian Bach: Neue Ausgabe sämtlicher Werke. Kassel: Bärenreiter.
- Kranenburg, Peter van (2006). "Composer attribution by quantifying compositional strategies" pp. 375–376 in ISMIR 2006: 7th International Conference on Music Information Retrieval – Proceedings. Canada: University of Victoria. ISBN 1-55058-349-2.
- Kranenburg, Peter van (2007). "Assessing Disputed Attributions for Organ Fugues in the J. S. Bach (BWV) Catalogue" Ch. 7 pp. 120–137 in Tonal Theory for the Digital Age (Computing in Musicology Vol. 15) edited by Walter B. Hewlett, Eleanor Selfridge-Field, Edmund Correia. University of Michigan. ISBN 978-0-936943-17-6 (replaced by Kranenburg 2008).
- Kranenburg, Peter van (September 2008). "On Measuring Musical Style - The Case of Some Disputed Organ Fugues in the J. S. Bach (BWV) Catalogue". Utrecht University.
- Kranenburg, Peter van (4 October 2010). "On Measuring Musical Style - The Case of Some Disputed Organ Fugues in the J. S. Bach (BWV) Catalogue" Ch. 5 pp. 71–89 in A Computational Approach to Content-Based Retrieval of Folk-Song Melodies. Utrecht University. ISBN 978-90-393-5393-6.
- Newman, Anthony (1995). Bach and the Baroque: European Source Materials from the Baroque and Early Classical Periods with Special Emphasis on the Music of J.S. Bach. Pendragon Press. ISBN 978-0-945193-64-7.
- Parry, Hubert (1909). Johann Sebastian Bach: The Story of the Development of a Great Personality. New York: G. P. Putnam's Sons; London: The Knickerbocker Press.
- Pirro, André (1895). L'orgue de Jean-Sébastien Bach. Paris: Fischbacher.
- Pirro, André (1902). Johann Sebastian Bach: The Organist and his Works for the Organ. New York: G. Schirmer.
- Schulenberg, David (2006). The Keyboard Music of J.S. Bach, β' έκδ. Routledge. ISBN 978-0-415-97400-4.
- Schweitzer, Albert (1905). J. S. Bach, le musicien-poète. πρόλογος του Charles Marie Widor. Leipzig: Breitkopf & Härtel.
- Schweitzer, Albert (1908). J. S. Bach. Leipzig: Breitkopf & Härtel.
- Schweitzer, Albert (1935). J. S. Bach, Vol. 1 London: A. & C. Black.
- Schweitzer, Albert (1995). Die Orgelwerke Johann Sebastian Bachs: Vorworte zu den "Sämtlichen Orgelwerken", with an introduction by Harald Schützeichel. Georg Olms Verlag. ISBN 978-3-487-41697-7.
- Philipp Spitta (1873). Johann Sebastian Bach, Erster Band (Book I–IV). Leipzig: Βreitkopf & Härtel.
- Philipp Spitta (1899). Johann Sebastian Bach: His Work and Influence on the Music of Germany 1685–1750, μτφρ. Clara Bell και J. A. Fuller Maitland, Vol. I (Book I–III). London: Novello & Co.
- Stauffer, George Boyer (1978). The Free Organ Preludes of Johann Sebastian Bach (thesis). Columbia University.
- Stauffer, George Boyer (1980). The Organ Preludes of Johann Sebastian Bach. Ann Arbor: UMI Research Press. (ISBN 978-0835711173).
- Stauffer, George Boyer; May, Ernest (1986). J. S. Bach as Organist: His Instruments, Music and Performance Practices edited by George Stauffer and May. Indiana University Press. ISBN 978-0-253-33181-6.
- Stinson, Russell (2006). The Reception of Bach's Organ Works from Mendelssohn to Brahms. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-534686-2 (2010 edition ISBN 978-0-19-974703-0).
- Stinson, Russell (2012). J. S. Bach at His Royal Instrument: Essays on His Organ Works. USA: Oxford University Press ISBN 978-0-19-991723-5.
- Williams, Peter F. (1980). The Organ Music of J. S. Bach, Volume 1: Preludes, Toccatas, Fantasias, Fugues, Sonatas, Concertos and Miscellaneous Pieces (BWV 525–598, 802–805 etc). Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-21723-1.
- Williams, Peter F. (July 1981). "BWV 565: a toccata in D minor for organ by J. S. Bach?" pp. 330–337 in Early Music Vol. 9, No. 3.
- Williams, Peter F. (2003). The Organ Music of J. S. Bach. Cambridge University Press. ISBN 0-521-81416-2.
- Wolff, Christoph (2000). Johann Sebastian Bach: The Learned Musician. Oxford University Press, 2000. ISBN 0-393-04825-X.
- Wolff, Christoph (2002). "Zum norddeutschen Kontext der Orgelmusik des jugendlichen Bach: Das Scheinproblem der Toccata d-Moll BWV 565", pp. 241–251 in Bach, Lübeck und die norddeutsche Musiktradition edited by Wolfgang Sandberger. Kassel: Bärenreiter. ISBN 978-3-7618-1585-4.
- Wolff, Christoph (2002b). "Bach's organ toccata in D-minor and the issue of its authenticity" pp. 85–107 in Perspectives on Organ Playing and Musical Interpretation: Pedagogical, Historical, and Instrumental Studies: A Festschrift for Heinrich Fleischer at 90 edited by Ames Anderson, Bruce Backer, David Backus and Charles Luedtke. New Ulm: Martin Luther College. ISBN 978-1-890600-03-7.
- Yearsley, David (2012). Bach's Feet: The Organ Pedals in European Culture. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19901-8.