μαθηματικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαθηματικός < αρχαία ελληνική μαθηματικός
Επίθετο
μαθηματικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στην επιστήμη των μαθηματικών
- μαθηματική απόδειξη
- που έχει ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά
- μαθηματικό μυαλό
- (ουσιαστικό) δείτε μαθηματικός
- → και δείτε τη λέξη τα μαθηματικά
Μεταφράσεις
μαθηματικός
Ετυμολογία
μαθηματικός< ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μαθηματικός
Ουσιαστικό
μαθηματικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο/η επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά
- (επάγγελμα) ο καθηγητής/η καθηγήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκει το μάθημα των μαθηματικών
Μεταφράσεις
αρσενικό ή κοινό
θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Επίθετο
μαθηματικός
- που αγαπά τη γνώση, τη μάθηση
- που ασχολείται με τα μαθηματικά
- αστρονομικός ή αστρολογικός, σχετικός με την αστρονομία ή την αστρολογία
- (για τους Πυθαγόρειους) προχωρημένος μαθητής
Πηγές
- μαθηματικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαθηματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)