mathématicien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mathématicien < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.te.ma.ti.sjɛ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mathématicien | mathématiciens |
θηλυκό | mathématicienne | mathématiciennes |
mathématicien (fr)