conditional tense

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 22:36, 16 Μαΐου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conditional tense conditional tenses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conditional tense < → δείτε τις λέξεις conditional και tense

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

conditional tense (en)

Υπώνυμα

[επεξεργασία]