conditional

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈdɪʃənəl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

conditional (en) (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conditional conditionals

conditional (en)

  1. (γραμματική) η υπόθεση
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional clause
  2. (γραμματική) ο υποθετικός λόγος
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional mood

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • conditional στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια