πικραλίδα

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 12:34, 10 Ιανουαρίου 2024 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) ({{-gkm-}}: κλιτικοί)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πικραλίδα οι πικραλίδες
      γενική της πικραλίδας των πικραλίδων
    αιτιατική την πικραλίδα τις πικραλίδες
     κλητική πικραλίδα πικραλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πικραλίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πικραλίδα[1] / πικραλίς < αρχαία ελληνική πικρίς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.kɾaˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κρα‐λί‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πικραλίδα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πικραλίδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πικραλίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πικραλίς ( αιτιατική ενικού «τὴν πικραλίδα») < αρχαία ελληνική πικρ(ίς) + -αλίς < πικρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πικραλίδα θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]