αγριοράδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοράδικο τα αγριοράδικα
      γενική του αγριοράδικου των αγριοράδικων
    αιτιατική το αγριοράδικο τα αγριοράδικα
     κλητική αγριοράδικο αγριοράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγριοράδικο < άγριος + -ο- + ραδίκι + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγριοράδικο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]