ΑΠΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΑΠΕ < αρχικά λέξεων (δείτε τους ορισμούς)
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]Α.Π.Ε. ακρωνύμιο
- (ουδέτερο) Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Συντομευμένος τίτλος για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το μοναδικό ειδησεογραφικό πρακτορείο της Ελλάδας.
- (θηλυκό) ανανεώσιμη πηγή ενέργειας