έμβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμβιος | η | έμβια | το | έμβιο |
γενική | του | έμβιου | της | έμβιας | του | έμβιου |
αιτιατική | τον | έμβιο | την | έμβια | το | έμβιο |
κλητική | έμβιε | έμβια | έμβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμβιοι | οι | έμβιες | τα | έμβια |
γενική | των | έμβιων | των | έμβιων | των | έμβιων |
αιτιατική | τους | έμβιους | τις | έμβιες | τα | έμβια |
κλητική | έμβιοι | έμβιες | έμβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έμβιος < (ελληνιστική κοινή) ἔμβιος < ἐν + αρχαία ελληνική βίος, μορφολογικά αναλύεται έμ- + -βιος
Επίθετο
[επεξεργασία]έμβιος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βίος