έργο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έργο | τα | έργα |
γενική | του | έργου | των | έργων |
αιτιατική | το | έργο | τα | έργα |
κλητική | έργο | έργα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έργο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔργον & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oeuvre, ouvrage, travail[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈeɾ.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐γο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έργο ουδέτερο
- αυτό που παράγει ένας άνθρωπος με την εργασία του, χειρωνακτική ή διανοητική, επιστημονική ή καλλιτεχνική
- ↪ Άφησε σπουδαίο έργο στο χώρο της αστροφυσικής.
- ↪ Ο ζωγράφος θα εκθέσει τα έργα του στη γκαλερί...
- κινηματογραφική ταινία
- εργασία που συνήθως γίνεται σε πολλά ενδιάμεσα στάδια και έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος και σκοπό
- ↪ μεγαλεπήβολο έργο
- ↪ Το έργο αυτό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της περιοχής.
- (φυσική) η ενέργεια που μεταφέρεται από το ένα σώμα ή πεδίο σε ένα άλλο μέσω της άσκησης δύναμης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- έργατο (λογοτεχνικό)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους:
- εργο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εργο- στο Βικιλεξικό
- -ουργός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουργός στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- έργο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έργο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έργο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)