αγαμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαμία οι αγαμίες
      γενική της αγαμίας των αγαμιών
    αιτιατική την αγαμία τις αγαμίες
     κλητική αγαμία αγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαμία[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣaˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐μί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγαμία θηλυκό

  1. η αποχή από το γάμο
    ※  Η πρόταση, την οποία είχαν καταθέσει πέρυσι Λατινοαμερικανοί επίσκοποι, είχε προκαλέσει την ανησυχία συντηρητικών καθολικών κύκλων, οι οποίοι φοβούνταν ότι θα οδηγούσε στην ανατροπή της υποχρέωσης αγαμίας των κληρικών και σε περαιτέρω διχασμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του 1,3 δισεκατομμυρίου πιστών της σε όλο τον κόσμο.
    Την αγαμία των κληρικών διατηρεί ο Πάπας, Η Καθημερινή, 13 Φεβρουαρίου 2020
  2. η έλλειψη σεξουαλικών επαφών, είτε κατ' επιλογή (όπως για παράδειγμα στους μοναχούς) είτε χωρίς να επιδιώκεται

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αγαμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγαμίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)