αδρανοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αδρανοποιώ (παθητική φωνή: αδρανοποιούμαι, μτχ.π.π.: αδρανοποιημένος)
- θέτω κάτι σε αδράνεια
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδρανοποιώ | αδρανοποιούσα | θα αδρανοποιώ | να αδρανοποιώ | αδρανοποιώντας | |
β' ενικ. | αδρανοποιείς | αδρανοποιούσες | θα αδρανοποιείς | να αδρανοποιείς | (αδρανοποίει) | |
γ' ενικ. | αδρανοποιεί | αδρανοποιούσε | θα αδρανοποιεί | να αδρανοποιεί | ||
α' πληθ. | αδρανοποιούμε | αδρανοποιούσαμε | θα αδρανοποιούμε | να αδρανοποιούμε | ||
β' πληθ. | αδρανοποιείτε | αδρανοποιούσατε | θα αδρανοποιείτε | να αδρανοποιείτε | αδρανοποιείτε | |
γ' πληθ. | αδρανοποιούν(ε) | αδρανοποιούσαν(ε) | θα αδρανοποιούν(ε) | να αδρανοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδρανοποίησα | θα αδρανοποιήσω | να αδρανοποιήσω | αδρανοποιήσει | ||
β' ενικ. | αδρανοποίησες | θα αδρανοποιήσεις | να αδρανοποιήσεις | αδρανοποίησε | ||
γ' ενικ. | αδρανοποίησε | θα αδρανοποιήσει | να αδρανοποιήσει | |||
α' πληθ. | αδρανοποιήσαμε | θα αδρανοποιήσουμε | να αδρανοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αδρανοποιήσατε | θα αδρανοποιήσετε | να αδρανοποιήσετε | αδρανοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αδρανοποίησαν αδρανοποιήσαν(ε) |
θα αδρανοποιήσουν(ε) | να αδρανοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδρανοποιήσει | είχα αδρανοποιήσει | θα έχω αδρανοποιήσει | να έχω αδρανοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδρανοποιήσει | είχες αδρανοποιήσει | θα έχεις αδρανοποιήσει | να έχεις αδρανοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδρανοποιήσει | είχε αδρανοποιήσει | θα έχει αδρανοποιήσει | να έχει αδρανοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδρανοποιήσει | είχαμε αδρανοποιήσει | θα έχουμε αδρανοποιήσει | να έχουμε αδρανοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδρανοποιήσει | είχατε αδρανοποιήσει | θα έχετε αδρανοποιήσει | να έχετε αδρανοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδρανοποιήσει | είχαν αδρανοποιήσει | θα έχουν αδρανοποιήσει | να έχουν αδρανοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδρανοποιούμαι | αδρανοποιούμουν | θα αδρανοποιούμαι | να αδρανοποιούμαι | ||
β' ενικ. | αδρανοποιείσαι | αδρανοποιούσουν | θα αδρανοποιείσαι | να αδρανοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αδρανοποιείται | αδρανοποιούνταν | θα αδρανοποιείται | να αδρανοποιείται | ||
α' πληθ. | αδρανοποιούμαστε | αδρανοποιούμασταν αδρανοποιούμαστε |
θα αδρανοποιούμαστε | να αδρανοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αδρανοποιείστε | αδρανοποιούσασταν αδρανοποιούσαστε |
θα αδρανοποιείστε | να αδρανοποιείστε | αδρανοποιείστε | |
γ' πληθ. | αδρανοποιούνται | αδρανοποιούνταν | θα αδρανοποιούνται | να αδρανοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδρανοποιήθηκα | θα αδρανοποιηθώ | να αδρανοποιηθώ | αδρανοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αδρανοποιήθηκες | θα αδρανοποιηθείς | να αδρανοποιηθείς | αδρανοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αδρανοποιήθηκε | θα αδρανοποιηθεί | να αδρανοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αδρανοποιηθήκαμε | θα αδρανοποιηθούμε | να αδρανοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αδρανοποιηθήκατε | θα αδρανοποιηθείτε | να αδρανοποιηθείτε | αδρανοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αδρανοποιήθηκαν αδρανοποιηθήκαν(ε) |
θα αδρανοποιηθούν(ε) | να αδρανοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδρανοποιηθεί | είχα αδρανοποιηθεί | θα έχω αδρανοποιηθεί | να έχω αδρανοποιηθεί | αδρανοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αδρανοποιηθεί | είχες αδρανοποιηθεί | θα έχεις αδρανοποιηθεί | να έχεις αδρανοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδρανοποιηθεί | είχε αδρανοποιηθεί | θα έχει αδρανοποιηθεί | να έχει αδρανοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδρανοποιηθεί | είχαμε αδρανοποιηθεί | θα έχουμε αδρανοποιηθεί | να έχουμε αδρανοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδρανοποιηθεί | είχατε αδρανοποιηθεί | θα έχετε αδρανοποιηθεί | να έχετε αδρανοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδρανοποιηθεί | είχαν αδρανοποιηθεί | θα έχουν αδρανοποιηθεί | να έχουν αδρανοποιηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδρανοποιώ