αδρανοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδρανοποιώ < αδράνεια + ποιώ (φτιάχνω, δημιουργώ)

αδρανοποιώ (παθητική φωνή: αδρανοποιούμαι, μτχ.π.π.: αδρανοποιημένος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]