αναπτέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπτέρωση | οι | αναπτερώσεις |
γενική | της | αναπτέρωσης* | των | αναπτερώσεων |
αιτιατική | την | αναπτέρωση | τις | αναπτερώσεις |
κλητική | αναπτέρωση | αναπτερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπτερώσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπτέρωση < αναπτερώ(νω) + -ση < αρχαία ελληνική ἀναπτερόω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπτέρωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναπτερώνω, η τόνωση του ηθικού, το ζωντάνεμα της ελπίδας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπτέρωση
|