αποβιβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβιβάζω < αρχαία ελληνική ἀποβιβάζω < ἀπό + βιβάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.viˈva.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]αποβιβάζω (παθητική φωνή: αποβιβάζομαι)
- κατεβάζω από κάποιο μέσο συγκοινωνίας
- από πλεούμενο
- (σπάνιο) ξεφορτώνω
- (στρατιωτικός όρος) κάνω απόβαση