αποσυναρμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσυναρμολογώ < απο- + συναρμολογώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disassemble)

αποσυναρμολογώ (παθητική φωνή: αποσυναρμολογούμαι)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]