αἰδέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἰδέομαι < ρίζα αἰσδ-

αἰδέομαι-οῦμαι

  • σέβομαι, ντρέπομαι, συγχωρώ