αἰπολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αἰπολέω < παρασύνθετος από το αἰπόλος (< αἰγοπόλος < αἴξ + πολέω) + jω

αἰπολέω - αἰπολῶ (συνηρημένο)

  1. βόσκω αίγες
  2. αἰπολοῦμαι


Συγγενικά

[επεξεργασία]