αἰπολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰπολέω < παρασύνθετος από το αἰπόλος (< αἰγοπόλος < αἴξ + πολέω) + jω
Ρήμα
[επεξεργασία]αἰπολέω - αἰπολῶ (συνηρημένο)
- βόσκω αίγες
- αἰπολοῦμαι