γηροκόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γηροκόμος οι γηροκόμοι
      γενική του/της γηροκόμου των γηροκόμων
    αιτιατική τον/τη γηροκόμο τους/τις γηροκόμους
     κλητική γηροκόμε γηροκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γηροκόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γηροκόμος [1] Συγχρονικά αναλύεται σε γηρο- + -κόμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γηροκόμος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που είναι ειδικός στο να φροντίζει ηλικιωμένους ή που πάντως ασκεί αυτό το επάγγελμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γηροκόμος τὸ γηροκόμον
      γενική τοῦ/τῆς γηροκόμου τοῦ γηροκόμου
      δοτική τῷ/τῇ γηροκόμ τῷ γηροκόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν γηροκόμον τὸ γηροκόμον
     κλητική ! γηροκόμε γηροκόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γηροκόμοι τὰ γηροκόμ
      γενική τῶν γηροκόμων τῶν γηροκόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς γηροκόμοις τοῖς γηροκόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γηροκόμους τὰ γηροκόμ
     κλητική ! γηροκόμοι γηροκόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γηροκόμω τὼ γηροκόμω
      γεν-δοτ τοῖν γηροκόμοιν τοῖν γηροκόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γηροκόμος < γηρο- + -κόμος < γῆρας + κομέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

γηροκόμος, -ος, -ον

  • που περιποιείται, περιθάλπει γέροντα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 605 (602-605)
    ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο·
    Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού: | όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει | να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά | δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.263, @scaife.perseus
    γηροκόμους Κάδμοιο κατέκτανες,
     συνώνυμα: γηροβοσκός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]