γηροκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γηροκόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γηροκόμος [1] Συγχρονικά αναλύεται σε γηρο- + -κόμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γηροκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που είναι ειδικός στο να φροντίζει ηλικιωμένους ή που πάντως ασκεί αυτό το επάγγελμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γηροκόμος < γηρο- + -κόμος < γῆρας + κομέω
Επίθετο
[επεξεργασία]γηροκόμος, -ος, -ον
- που περιποιείται, περιθάλπει γέροντα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 605 (602-605)
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο·
- Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού: | όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει | να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά | δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο·
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.263, @scaife.perseus
- γηροκόμους Κάδμοιο κατέκτανες,
- ≈ συνώνυμα: γηροβοσκός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 605 (602-605)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- γηροκομεῖον
- γηροκομέω
- γηροκομία
- γηροκομικός
- → και δείτε τις λέξεις γῆρας και κομέω
Πηγές
[επεξεργασία]- γηροκόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γηροκόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γηρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γηρο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)