δετόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δετόρος | οι | δετόροι |
γενική | του | δετόρου | των | δετόρων |
αιτιατική | τον | δετόρο | τους | δετόρους |
κλητική | δετόρε | δετόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δετόρος < άμεσο δάνειο από την ιταλική dottore
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δετόρος αρσενικό
- (ιδιωματικό) γιατρός, άλλη μορφή του ντοτόρος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.