διάλεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάλεκτος | οι | διάλεκτοι (διάλεκτες) |
γενική | της | διαλέκτου | των | διαλέκτων |
αιτιατική | τη | διάλεκτο | τις | διαλέκτους (διάλεκτες) |
κλητική | διάλεκτε (διάλεκτο) | διάλεκτοι (διάλεκτες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάλεκτος (αρχαία σημασία: κοινή γλώσσα)[1] < διαλέγομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði̯a.le.ktos/ & /ˈðʝa.le.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐λε‐κτος
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ά‐λε‐κτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλεκτος θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία που ομιλείται από μεγάλο αριθμό ομιλητών και διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, τόσο που οι διαφορές εμποδίζουν την κατανόηση από ομιλητές της γλώσσας που δεν προέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή[2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα διαλεκ-
→ και δείτε τις λέξεις διάλεξη και διαλέγομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάλεκτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διάλεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ What is a dialect?, «Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε» της Ακαδημίας Αθηνών, ανακτήθηκε στις 14/1/2023 [1]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάλεκτος | αἱ | διάλεκτοι |
γενική | τῆς | διαλέκτου | τῶν | διαλέκτων |
δοτική | τῇ | διαλέκτῳ | ταῖς | διαλέκτοις |
αιτιατική | τὴν | διάλεκτον | τὰς | διαλέκτους |
κλητική ὦ! | διάλεκτε | διάλεκτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλέκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαλέκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλεκτος < διαλέγομαι (συνομιλώ), ρήμα μέσης φωνής, θέμα διαλεκ- [1] του διαλέγω (συλλέγω) + -τος → δείτε τη λέξη λέγω στη σημασία λέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλεκτος θηλυκό
- συζήτηση, συνομιλία
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203a
- θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι·
- Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στον ξύπνο τους·
- Μετάφραση (2004), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
- θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι·
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203a
- επιχειρηματολογία
- (γλωσσολογία) η κοινή γλώσσα μιας χώρας
- (ελληνιστική κοινή σημ, γλωσσολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα διαλεκ- του διαλέγομαι
→ δείτε και τη λέξη λέγω στη σημασία: λέω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- διάλεκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάλεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Γλωσσολογία (αρχαία ελληνικά)
- Γλωσσολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)