διαπορθμεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαπορθμεύω < αρχαία ελληνική διαπορθμεύω < διά + πορθμεύω < πορθμός
Ρήμα
[επεξεργασία]διαπορθμεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαπόρθμευση
- → δείτε τη λέξη πορθμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαπορθμεύω
|