εγωλάτρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγωλάτρης < (καθαρεύουσα) ἐγωλάτρης. Μορφολογικά αναλύεται σε εγώ + -λάτρης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɣoˈla.tɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γω‐λά‐τρης
- ομόηχο: εγωλάτρις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγωλάτρης αρσενικό (θηλυκό εγωλάτρις)
- ο εγωπαθής, ο υπερβολικά εγωιστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγωλάτρης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- εγωλάτρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εγωλάτρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)