εκμεταλλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκμεταλλεύομαι < ελληνιστική κοινή ἐκμεταλλεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική exploiter une mine[1])

εκμεταλλεύομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον για να αποκομίσω κέρδος· αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι για ωφέλιμο σκοπό
  2. χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ιδιοτελώς (και αθέμιτα)
    → δείτε τη λέξη καπηλεύομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]