εκμεταλλεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμεταλλεύομαι < ελληνιστική κοινή ἐκμεταλλεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική exploiter une mine[1])
Ρήμα
[επεξεργασία]εκμεταλλεύομαι (αποθετικό ρήμα)
- χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον για να αποκομίσω κέρδος· αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι για ωφέλιμο σκοπό
- χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ιδιοτελώς (και αθέμιτα)
- → δείτε τη λέξη καπηλεύομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεκμετάλλευτα
- ανεκμετάλλευτος
- εκμεταλλευόμενος
- εκμετάλλευση
- εκμεταλλεύσιμος
- εκμεταλλευτής
- εκμεταλλευτικός
- εκμεταλλεύτρια
- → δείτε τις λέξεις εκ και μέταλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκμεταλλεύομαι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκμεταλλεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)