ελλειπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ελλειπτικά < ελλειπτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ελλειπτικά
- (γραμματική) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο , λέξεις που δεν είναι εύχρηστες και στους δύο αριθμούς ή / και σε όλες τις πτώσεις, όπως τα κύρια ονόματα, τα ονόματα των μετάλλων (π.χ. άργυρος, χρυσός) ή φυσικών σωμάτων (π.χ. γη) και φαινομένων (π.χ. ετησίαι)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Παράρτημα:Ουσιαστικά_(νέα_ελληνικά)/ανώμαλα#Ελλειπτικά
- Κατηγορία:Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελλειπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ελλειπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελλειπτικό