ελ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελ- < αρχαία ελληνική ἐλ- < ἐν- πριν από [l] < ἐν
Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]ελ- ή έλ-
- άλλη μορφή του εν-, συχνά, πριν από β’ συνθετικό που αρχίζει από <λ>
Σύνθετα
[επεξεργασία]και δείτε
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό και όλες τις μορφές του εν-