ευφραίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευφραίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφραίνω → δείτε ευ-, φρήν (φρένες)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈfɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φραί‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]ευφραίνω, πρτ.: εύφρανα, αόρ.: εύφρανα, παθ.φωνή: ευφραίνομαι, π.αόρ.: ευφράνθηκα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεύφραντος
- άφραντος
- ευφραντικά (επίρρημα)
- ευφραντικός
- ευφρόσυνα (επίρρημα)
- ευφροσύνη
- ευφρόσυνος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευφραίνω | εύφραινα | θα ευφραίνω | να ευφραίνω | ευφραίνοντας | |
β' ενικ. | ευφραίνεις | εύφραινες | θα ευφραίνεις | να ευφραίνεις | εύφραινε | |
γ' ενικ. | ευφραίνει | εύφραινε | θα ευφραίνει | να ευφραίνει | ||
α' πληθ. | ευφραίνουμε | ευφραίναμε | θα ευφραίνουμε | να ευφραίνουμε | ||
β' πληθ. | ευφραίνετε | ευφραίνατε | θα ευφραίνετε | να ευφραίνετε | ευφραίνετε | |
γ' πληθ. | ευφραίνουν(ε) | εύφραιναν ευφραίναν(ε) |
θα ευφραίνουν(ε) | να ευφραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εύφρανα | θα ευφράνω | να ευφράνω | ευφράνει | ||
β' ενικ. | εύφρανες | θα ευφράνεις | να ευφράνεις | εύφρανε | ||
γ' ενικ. | εύφρανε | θα ευφράνει | να ευφράνει | |||
α' πληθ. | ευφράναμε | θα ευφράνουμε | να ευφράνουμε | |||
β' πληθ. | ευφράνατε | θα ευφράνετε | να ευφράνετε | ευφράνετε | ||
γ' πληθ. | εύφραναν ευφράναν(ε) |
θα ευφράνουν(ε) | να ευφράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευφράνει | είχα ευφράνει | θα έχω ευφράνει | να έχω ευφράνει | ||
β' ενικ. | έχεις ευφράνει | είχες ευφράνει | θα έχεις ευφράνει | να έχεις ευφράνει | ||
γ' ενικ. | έχει ευφράνει | είχε ευφράνει | θα έχει ευφράνει | να έχει ευφράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευφράνει | είχαμε ευφράνει | θα έχουμε ευφράνει | να έχουμε ευφράνει | ||
β' πληθ. | έχετε ευφράνει | είχατε ευφράνει | θα έχετε ευφράνει | να έχετε ευφράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευφράνει | είχαν ευφράνει | θα έχουν ευφράνει | να έχουν ευφράνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευφραίνομαι | ευφραινόμουν(α) | θα ευφραίνομαι | να ευφραίνομαι | ||
β' ενικ. | ευφραίνεσαι | ευφραινόσουν(α) | θα ευφραίνεσαι | να ευφραίνεσαι | ||
γ' ενικ. | ευφραίνεται | ευφραινόταν(ε) | θα ευφραίνεται | να ευφραίνεται | ||
α' πληθ. | ευφραινόμαστε | ευφραινόμαστε ευφραινόμασταν |
θα ευφραινόμαστε | να ευφραινόμαστε | ||
β' πληθ. | ευφραίνεστε | ευφραινόσαστε ευφραινόσασταν |
θα ευφραίνεστε | να ευφραίνεστε | (ευφραίνεστε) | |
γ' πληθ. | ευφραίνονται | ευφραίνονταν ευφραινόντουσαν |
θα ευφραίνονται | να ευφραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευφραίνθηκα | θα ευφραινθώ | να ευφραινθώ | ευφραινθεί | ||
β' ενικ. | ευφραίνθηκες | θα ευφραινθείς | να ευφραινθείς | ευφραίνσου | ||
γ' ενικ. | ευφραίνθηκε | θα ευφραινθεί | να ευφραινθεί | |||
α' πληθ. | ευφραινθήκαμε | θα ευφραινθούμε | να ευφραινθούμε | |||
β' πληθ. | ευφραινθήκατε | θα ευφραινθείτε | να ευφραινθείτε | ευφραινθείτε | ||
γ' πληθ. | ευφραίνθηκαν ευφραινθήκαν(ε) |
θα ευφραινθούν(ε) | να ευφραινθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευφραινθεί | είχα ευφραινθεί | θα έχω ευφραινθεί | να έχω ευφραινθεί | ||
β' ενικ. | έχεις ευφραινθεί | είχες ευφραινθεί | θα έχεις ευφραινθεί | να έχεις ευφραινθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευφραινθεί | είχε ευφραινθεί | θα έχει ευφραινθεί | να έχει ευφραινθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευφραινθεί | είχαμε ευφραινθεί | θα έχουμε ευφραινθεί | να έχουμε ευφραινθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευφραινθεί | είχατε ευφραινθεί | θα έχετε ευφραινθεί | να έχετε ευφραινθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευφραινθεί | είχαν ευφραινθεί | θα έχουν ευφραινθεί | να έχουν ευφραινθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ευφραίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευφραίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)