ζεμανφουτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεμανφουτισμός < γαλλική je-m'en-foutisme < je m’en fous < je + m’ + en + fous
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζεμανφουτισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεμανφουτισμός
|