ζολότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζολότα οι ζολότες
      γενική της ζολότας
    αιτιατική τη ζολότα τις ζολότες
     κλητική ζολότα ζολότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζολότα < (άμεσο δάνειο) τουρκική zolota < σλαβικής προέλευσης золото / złoto < πρωτοσλαβική *zolto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰl̥-tó-m (χρυσός) < *ǵʰel- (κίτρινος, λάμψη, λάμπω) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζολότα θηλυκό

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]