καθαρτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθαρτήριος < (ελληνιστική κοινή) καθαρτήριος < αρχαία ελληνική καθαίρω < καθαρός
Επίθετο
[επεξεργασία]καθαρτήριος, -α, -ο
- που συντελεί στον καθαρμό, στον εξαγνισμό
- (ουσιαστικοποιημένο) καθαρτήριο: (καθολική εκκλησία) τόπος όπου καθαίρονται και εξαγνίζονται οι αμαρτωλές ψυχές, πριν περάσουν στον παράδεισο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθαρτήριος