κατάλοιπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατάλοιπο | τα | κατάλοιπα |
γενική | του | κατάλοιπου & καταλοίπου |
των | κατάλοιπων & καταλοίπων |
αιτιατική | το | κατάλοιπο | τα | κατάλοιπα |
κλητική | κατάλοιπο | κατάλοιπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάλοιπο < αρχαία ελληνική κατάλοιπον, ουδέτερο του κατάλοιπος < καταλείπω < κατά + λείπω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική résidu ή reliques)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈta.li.po/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάλοιπο ουδέτερο
- ό,τι έχει καταλειφθεί, έχει απομείνει από κάτι, με την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος
- ό,τι έχει καταλειφθεί από κάποιον, ό,τι έχει αφήσει πίσω του κάποιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)