κατοχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.to.çiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐το‐χι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κατοχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την (στρατιωτική) κατοχή ενός τόπου ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ειδικότερα) που έχει σχέση με την ιταλογερμανική Κατοχή της Ελλάδας (1941-1944) ή αναφέρεται σ’ αυτή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατοχικός αρσενικό (θηλυκό κατοχική)
- άνθρωπος που έχει ζήσει στην περίοδο της ιταλογερμανικής Κατοχής της Ελλάδας (1941-1944) ή (κατ’ επέκταση) είναι καχεκτικός ή σκελετωμένος σαν να έχει ζήσει την περίοδο εκείνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατοχικός
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)