καϊνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καϊνάρι | τα | καϊνάρια |
γενική | του | καϊναριού | των | καϊναριών |
αιτιατική | το | καϊνάρι | τα | καϊνάρια |
κλητική | καϊνάρι | καϊνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καϊνάρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? [τουρκική kaynar (που βράζει)] τύπος του ρήματος قاینامق kaynamak (βράζω)[1] + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καϊνάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, ποτό) ζεστό, χειμωνιάτικο ρόφημα με μπαχαρικά, όπως πίνεται στο νησί της Λέσβου [2]
- (αργκό) το εξαιρετικής ποιότητας χασίσι [3]
- → χρειάζεται παράθεμα μόνιμης πηγής
- (αργκό) η νεαρής ηλικίας γυναίκα που ξεχωρίζει για το σωματικό της κάλλος
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καϊνάρι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ kaynamak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν, kaynamak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- ↑ Καϊνάρι Λέσβου: Αρωματική έκρηξη μπαχαρικών στον ουρανίσκο. 2016.02.16 @newpost.gr
- ↑ slang.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)