κλιμακώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλιμακώνω < κλιμακ- (κλίμακα < αρχαία ελληνικήκλῖμαξ) + -ώνω, απόδοση για τη γαλλική échelonner ή την αγγλική escalate [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kli.maˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλι‐μα‐κώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]κλιμακώνω, αόρ.: κλιμάκωσα, παθ.φωνή: κλιμακώνομαι/κλιμακούμαι, π.αόρ.: κλιμακώθηκα, μτχ.π.π.: κλιμακωμένος
- τοποθετώ σε κλίμακα, κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά
- αυξάνω σταδιακά την ένταση κάποιας ενέργειάς μου
- ⮡ Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο.
- ⮡ Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται
- ≈ συνώνυμα: οξύνω
- ≠ αντώνυμα: αποκλιμακώνω, αμβλύνω
- (στρατιωτικός όρος) παρατάσσω στρατό κατά πλάτος και βάθος μιας στρατιωτικής επιχείρησης (π.χ. επίθεση, άμυνα κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κλίμακα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλιμακώνω | κλιμάκωνα | θα κλιμακώνω | να κλιμακώνω | κλιμακώνοντας | |
β' ενικ. | κλιμακώνεις | κλιμάκωνες | θα κλιμακώνεις | να κλιμακώνεις | κλιμάκωνε | |
γ' ενικ. | κλιμακώνει | κλιμάκωνε | θα κλιμακώνει | να κλιμακώνει | ||
α' πληθ. | κλιμακώνουμε | κλιμακώναμε | θα κλιμακώνουμε | να κλιμακώνουμε | ||
β' πληθ. | κλιμακώνετε | κλιμακώνατε | θα κλιμακώνετε | να κλιμακώνετε | κλιμακώνετε | |
γ' πληθ. | κλιμακώνουν(ε) | κλιμάκωναν κλιμακώναν(ε) |
θα κλιμακώνουν(ε) | να κλιμακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλιμάκωσα | θα κλιμακώσω | να κλιμακώσω | κλιμακώσει | ||
β' ενικ. | κλιμάκωσες | θα κλιμακώσεις | να κλιμακώσεις | κλιμάκωσε | ||
γ' ενικ. | κλιμάκωσε | θα κλιμακώσει | να κλιμακώσει | |||
α' πληθ. | κλιμακώσαμε | θα κλιμακώσουμε | να κλιμακώσουμε | |||
β' πληθ. | κλιμακώσατε | θα κλιμακώσετε | να κλιμακώσετε | κλιμακώστε | ||
γ' πληθ. | κλιμάκωσαν κλιμακώσαν(ε) |
θα κλιμακώσουν(ε) | να κλιμακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλιμακώσει | είχα κλιμακώσει | θα έχω κλιμακώσει | να έχω κλιμακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλιμακώσει | είχες κλιμακώσει | θα έχεις κλιμακώσει | να έχεις κλιμακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλιμακώσει | είχε κλιμακώσει | θα έχει κλιμακώσει | να έχει κλιμακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλιμακώσει | είχαμε κλιμακώσει | θα έχουμε κλιμακώσει | να έχουμε κλιμακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλιμακώσει | είχατε κλιμακώσει | θα έχετε κλιμακώσει | να έχετε κλιμακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλιμακώσει | είχαν κλιμακώσει | θα έχουν κλιμακώσει | να έχουν κλιμακώσει |
|
Παθητική φωνή: κλιμακώνομαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλιμακώνομαι | κλιμακωνόμουν(α) | θα κλιμακώνομαι | να κλιμακώνομαι | ||
β' ενικ. | κλιμακώνεσαι | κλιμακωνόσουν(α) | θα κλιμακώνεσαι | να κλιμακώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κλιμακώνεται | κλιμακωνόταν(ε) | θα κλιμακώνεται | να κλιμακώνεται | ||
α' πληθ. | κλιμακωνόμαστε | κλιμακωνόμαστε κλιμακωνόμασταν |
θα κλιμακωνόμαστε | να κλιμακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κλιμακώνεστε | κλιμακωνόσαστε κλιμακωνόσασταν |
θα κλιμακώνεστε | να κλιμακώνεστε | (κλιμακώνεστε) | |
γ' πληθ. | κλιμακώνονται | κλιμακώνονταν κλιμακωνόντουσαν |
θα κλιμακώνονται | να κλιμακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλιμακώθηκα | θα κλιμακωθώ | να κλιμακωθώ | κλιμακωθεί | ||
β' ενικ. | κλιμακώθηκες | θα κλιμακωθείς | να κλιμακωθείς | κλιμακώσου | ||
γ' ενικ. | κλιμακώθηκε | θα κλιμακωθεί | να κλιμακωθεί | |||
α' πληθ. | κλιμακωθήκαμε | θα κλιμακωθούμε | να κλιμακωθούμε | |||
β' πληθ. | κλιμακωθήκατε | θα κλιμακωθείτε | να κλιμακωθείτε | κλιμακωθείτε | ||
γ' πληθ. | κλιμακώθηκαν κλιμακωθήκαν(ε) |
θα κλιμακωθούν(ε) | να κλιμακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλιμακωθεί | είχα κλιμακωθεί | θα έχω κλιμακωθεί | να έχω κλιμακωθεί | κλιμακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλιμακωθεί | είχες κλιμακωθεί | θα έχεις κλιμακωθεί | να έχεις κλιμακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλιμακωθεί | είχε κλιμακωθεί | θα έχει κλιμακωθεί | να έχει κλιμακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλιμακωθεί | είχαμε κλιμακωθεί | θα έχουμε κλιμακωθεί | να έχουμε κλιμακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλιμακωθεί | είχατε κλιμακωθεί | θα έχετε κλιμακωθεί | να έχετε κλιμακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλιμακωθεί | είχαν κλιμακωθεί | θα έχουν κλιμακωθεί | να έχουν κλιμακωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κλιμακωμένος - είμαστε, είστε, είναι κλιμακωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κλιμακωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κλιμακωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κλιμακωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κλιμακωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κλιμακωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κλιμακωμένοι |
Παθητική φωνή: λόγιο κλιμακούμαι
- χρησιμοποιείται πλέον μόνον στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά (κλιμακούται, κλιμακούνται) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κλιμακώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ρήματα σε -ώνω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)