λογοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογοδοτώ < μεσαιωνική ελληνική λογοδότης < αρχαία ελληνική λόγος + δίδωμι
Ρήμα
[επεξεργασία]λογοδοτώ
- δίνω λόγο για τις πράξεις μου, αναφέρω και αιτιολογώ τις ενέργειές μου σε ανώτερη αρχή
- Για τη διατήρηση της νομιμότητας, μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα πρέπει να λογοδοτεί σε δημοκρατικούς θεσμούς και στο ευρύ κοινό για τις ενέργειές της κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί. (από τον δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)
- απολογούμαι για άδικες πράξεις που έκανα
- λογοδοτώ στη δικαιοσύνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αλογοδότητος
- → δείτε τις λέξεις λόγος και δίνω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογοδοτώ | λογοδοτούσα | θα λογοδοτώ | να λογοδοτώ | λογοδοτώντας | |
β' ενικ. | λογοδοτείς | λογοδοτούσες | θα λογοδοτείς | να λογοδοτείς | (λογοδότει) | |
γ' ενικ. | λογοδοτεί | λογοδοτούσε | θα λογοδοτεί | να λογοδοτεί | ||
α' πληθ. | λογοδοτούμε | λογοδοτούσαμε | θα λογοδοτούμε | να λογοδοτούμε | ||
β' πληθ. | λογοδοτείτε | λογοδοτούσατε | θα λογοδοτείτε | να λογοδοτείτε | λογοδοτείτε | |
γ' πληθ. | λογοδοτούν(ε) | λογοδοτούσαν(ε) | θα λογοδοτούν(ε) | να λογοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογοδότησα | θα λογοδοτήσω | να λογοδοτήσω | λογοδοτήσει | ||
β' ενικ. | λογοδότησες | θα λογοδοτήσεις | να λογοδοτήσεις | λογοδότησε | ||
γ' ενικ. | λογοδότησε | θα λογοδοτήσει | να λογοδοτήσει | |||
α' πληθ. | λογοδοτήσαμε | θα λογοδοτήσουμε | να λογοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | λογοδοτήσατε | θα λογοδοτήσετε | να λογοδοτήσετε | λογοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | λογοδότησαν λογοδοτήσαν(ε) |
θα λογοδοτήσουν(ε) | να λογοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογοδοτήσει | είχα λογοδοτήσει | θα έχω λογοδοτήσει | να έχω λογοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λογοδοτήσει | είχες λογοδοτήσει | θα έχεις λογοδοτήσει | να έχεις λογοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λογοδοτήσει | είχε λογοδοτήσει | θα έχει λογοδοτήσει | να έχει λογοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογοδοτήσει | είχαμε λογοδοτήσει | θα έχουμε λογοδοτήσει | να έχουμε λογοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λογοδοτήσει | είχατε λογοδοτήσει | θα έχετε λογοδοτήσει | να έχετε λογοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογοδοτήσει | είχαν λογοδοτήσει | θα έχουν λογοδοτήσει | να έχουν λογοδοτήσει |
|