λογοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογοδοτώ < μεσαιωνική ελληνική λογοδότης < αρχαία ελληνική λόγος + δίδωμι

λογοδοτώ

  1. δίνω λόγο για τις πράξεις μου, αναφέρω και αιτιολογώ τις ενέργειές μου σε ανώτερη αρχή
    Για τη διατήρηση της νομιμότητας, μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα πρέπει να λογοδοτεί σε δημοκρατικούς θεσμούς και στο ευρύ κοινό για τις ενέργειές της κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί. (από τον δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)
  2. απολογούμαι για άδικες πράξεις που έκανα
    λογοδοτώ στη δικαιοσύνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]