μαύρη αγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαύρη αγορά < πιθανότατα (μεταφραστικό δάνειο) από την αγγλική αγγλική black market το οποίο καθιερώθηκε στα ελληνικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής < από τη συνήθεια να διακινούνται τα ποτά κατά τη διάρκεια της νύχτας
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μαύρη αγορά αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαύρη αγορά