ομαδόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομαδόν < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ομαδόν

  1. ομαδικά
    πυρ ομαδόν (διαταγή για να πυροβολήσουν όλοι μαζί)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]