οπισθόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οπισθόφυλλο | τα | οπισθόφυλλα |
γενική | του | οπισθόφυλλου & οπισθοφύλλου |
των | οπισθόφυλλων & οπισθοφύλλων |
αιτιατική | το | οπισθόφυλλο | τα | οπισθόφυλλα |
κλητική | οπισθόφυλλο | οπισθόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.piˈsθo.fi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πισ‐θό‐φυλ‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπισθόφυλλο ουδέτερο
- η επιφάνεια που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το εξώφυλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπισθόφυλλο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- οπισθόφυλλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας