παραχωρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παραχωρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]παραχωρέω, συνηρημένο παραχωρῶ
- πηγαίνω προς τα πλάγια, παραμερίζω
- δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον πηγαίνοντας πλάγια, δίπλα
- χορηγώ
- (σε πωλήσεις) παραδίνω