πεταμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]πεταμένος, -η, -ο
- που τον έχουν πετάξει (σαν κάτι άχρηστο)
- βρέθηκε πεταμένος στο δρόμο
- (μεταφορικά) που έχει ξοδευτεί χωρίς αντίκρισμα
- πεταμένα λεφτά