πηγαινόρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πηγαινόρχομαι < πηγαίνω + έρχομαι με αποβολή του [ε] για αποφυγή της χασμωδίας (αλλά βλ. και πηγαινοέρχομαι)
Ρήμα
[επεξεργασία]πηγαινόρχομαι μόνο στον ενεστώτα (βλ. και πηγαινοέρχομαι)
- άλλη μορφή του πηγαινοέρχομαι